
Η Ευρώπη Υπό Πίεση: Η Φον ντερ Λάιεν Αποφεύγει την Εμπορική Καταιγίδα του Τραμπ, Όχι Όμως Χωρίς Τίμημα
Σε μια κρίσιμη στιγμή για τις διατλαντικές σχέσεις, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πέτυχε μια συμφωνία με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, αποτρέποντας την επιβολή δασμών 30% στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Ωστόσο, η συμφωνία, που επιτεύχθηκε στο γκολφ κλαμπ Τέρνμπερι της Σκωτίας, αποκαλύπτει βαθιές ρωγμές εντός της ΕΕ, καθώς οι υψηλότεροι δασμοί και οι εσωτερικές διαφωνίες απειλούν την ενότητά της. Η Φον ντερ Λάιεν περιέγραψε τη συμφωνία ως «μεγάλη» και «ουσιαστική», αλλά οι επικρίσεις από κράτη-μέλη και η αβεβαιότητα για το μέλλον της εμπορικής σχέσης υπογραμμίζουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Μια Συμφωνία Υπό Πίεση
Η συνάντηση της Φον ντερ Λάιεν με τον Τραμπ στις 27 Ιουλίου 2025 διήρκεσε μόλις 40 λεπτά, αλλά ήταν το αποκορύφωμα μηνών έντονων διαπραγματεύσεων, καθώς η προθεσμία της 1ης Αυγούστου για την επιβολή δασμών 30% πλησίαζε. Η συμφωνία προβλέπει δασμούς 15% στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονται στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων αυτοκινήτων, φαρμακευτικών προϊόντων και ημιαγωγών, υπερτριπλάσιους από τον μέσο όρο του 4,8% που ίσχυε πριν την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Παράλληλα, η ΕΕ δεσμεύτηκε να αγοράσει αμερικανική ενέργεια αξίας 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων και να επενδύσει επιπλέον 600 δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ, ενώ θα προμηθευτεί «σημαντικές» ποσότητες αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού.
Ο Τραμπ, μιλώντας δίπλα στη Φον ντερ Λάιεν, χαρακτήρισε τη συμφωνία «τη μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ», υποστηρίζοντας ότι ανοίγει την ευρωπαϊκή αγορά για αμερικανικά αυτοκίνητα και αγροτικά προϊόντα, τα οποία, όπως ισχυρίστηκε, «ήταν ουσιαστικά κλειστά» για τις ΗΠΑ. Η Φον ντερ Λάιεν, από την πλευρά της, τόνισε ότι η συμφωνία φέρνει «σταθερότητα και προβλεψιμότητα» για τις επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αποφεύγοντας έναν καταστροφικό εμπορικό πόλεμο.
Εσωτερικές Διαιρέσεις στην ΕΕ
Παρά την ανακούφιση που έφερε η αποτροπή των δασμών 30%, η συμφωνία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις εντός της ΕΕ. Ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού χαρακτήρισε την ημέρα της υπογραφής «μαύρη ημέρα για την Ευρώπη», κατηγορώντας τη Φον ντερ Λάιεν για «υποταγή» στον Τραμπ. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, γνωστός επικριτής της ΕΕ, δήλωσε ότι «ο Τραμπ έφαγε τη Φον ντερ Λάιεν για πρωινό», υπονοώντας ότι η ΕΕ υποχώρησε υπερβολικά. Αντίθετα, ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς και η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι υποδέχτηκαν τη συμφωνία ως «αποτροπή χειρότερων συνεπειών», αν και ο Μερτς παραδέχτηκε ότι η Γερμανία θα υποστεί «σημαντική ζημιά» από τους δασμούς.
Η συμφωνία αποκάλυψε τις βαθιές διαιρέσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία πίεζαν για πιο σκληρή στάση έναντι των ΗΠΑ, ενώ η Γερμανία και η Ιταλία προτιμούσαν μια γρήγορη συμφωνία για να αποφευχθεί η κλιμάκωση. Η απουσία ομοφωνίας δυσκόλεψε τη διαπραγματευτική θέση της ΕΕ, με αποτέλεσμα η Φον ντερ Λάιεν να αποδεχτεί το 15% αντί του αρχικού στόχου για μηδενικούς δασμούς ή 10%, όπως στη συμφωνία ΗΠΑ-Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι Όροι και οι Προκλήσεις
Η συμφωνία περιλαμβάνει εξαιρέσεις για ορισμένα στρατηγικά προϊόντα, όπως αεροσκάφη, εξοπλισμό ημιαγωγών και ορισμένα χημικά, τα οποία θα υπόκεινται σε καθεστώς «μηδενικών δασμών». Ωστόσο, ο χάλυβας και το αλουμίνιο θα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δασμούς 50% μέσω ενός συστήματος ποσοστώσεων, ενώ το καθεστώς για τα φαρμακευτικά προϊόντα παραμένει ασαφές, προκαλώντας ανησυχία σε χώρες όπως η Ιρλανδία, που φιλοξενεί σημαντικό μέρος της αμερικανικής φαρμακοβιομηχανίας. Η Φον ντερ Λάιεν ανέφερε ότι οι διαπραγματεύσεις για τα αλκοολούχα ποτά συνεχίζονται, ενώ η ΕΕ δεσμεύτηκε να αντικαταστήσει το ρωσικό φυσικό αέριο με αμερικανικές εισαγωγές αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για το υπόλοιπο της θητείας του Τραμπ.
Οι επικριτές της συμφωνίας, όπως ο αναλυτής του European Policy Centre, Πολ Τέιλορ, υποστηρίζουν ότι η ΕΕ «υποχώρησε» υπό την πίεση του Τραμπ, χωρίς να εξασφαλίσει εγγυήσεις για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Η Φον ντερ Λάιεν δεν αντέκρουσε τις δηλώσεις του Τραμπ ότι η ΕΕ «εκμεταλλεύεται» τις ΗΠΑ στο εμπόριο, παρά το γεγονός ότι η ΕΕ έχει έλλειμμα 108,6 δισεκατομμυρίων ευρώ στις υπηρεσίες με τις ΗΠΑ, που μερικώς αντισταθμίζει το πλεόνασμα αγαθών.
Το Κόστος και το Μέλλον
Η συμφωνία, αν και απέτρεψε έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο, δεν εξαλείφει τις τριβές. Οι υψηλότεροι δασμοί αναμένεται να πλήξουν την ευρωπαϊκή οικονομία, που ήδη αντιμετωπίζει προκλήσεις μετά την πανδημία. Ο Ντέιβιντ Χένιγκ, διευθυντής του UK Trade Policy Project, προειδοποίησε ότι οι δασμοί θα επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αν και «οριακά». Επιπλέον, η πρόταση του Μάριο Ντράγκι για την άρση εσωτερικών εμπορικών φραγμών εντός της ΕΕ, που ισοδυναμούν με 50% στα αγαθά και 110% στις υπηρεσίες, παραμένει ανεκμετάλλευτη, καθώς η ΕΕ συνεχίζει να «παραπαίει» αντί να προωθεί ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Η Φον ντερ Λάιεν βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με την πρόκληση να πείσει τα κράτη-μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εγκρίνουν τη συμφωνία. Η σιωπή του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και οι επικρίσεις από τη Γαλλία και την Ουγγαρία υποδηλώνουν ότι η διαδικασία έγκρισης δεν θα είναι ομαλή. Παράλληλα, η ΕΕ πρέπει να διαχειριστεί τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με την Κίνα και άλλες χώρες, καθώς ο Τραμπ φαίνεται να προετοιμάζει νέες εμπορικές κινήσεις.
Η συμφωνία της Φον ντερ Λάιεν με τον Τραμπ μπορεί να απέτρεψε έναν καταστροφικό εμπορικό πόλεμο, αλλά το τίμημα είναι υψηλό: αυξημένοι δασμοί, εσωτερικές διαιρέσεις και μια εικόνα υποχώρησης απέναντι στις απαιτήσεις του Τραμπ. Η ΕΕ καλείται τώρα να ισορροπήσει μεταξύ της διατήρησης της ενότητάς της και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς της σε ένα παγκόσμιο τοπίο που αλλάζει ραγδαία. Η επιτυχία της Φον ντερ Λάιεν θα κριθεί από το αν μπορεί να μετατρέψει αυτή την «ταπεινωτική» συμφωνία σε ευκαιρία για την αναμόρφωση της ευρωπαϊκής εμπορικής στρατηγικής.