
Γιώργος Σεφέρης: Από τη Σμύρνη στο Παρίσι – Τα Νεανικά Χρόνια του Μεγάλου μας Λογοτέχνη που Έλαβε Νόμπελ Λογοτεχνίας
Γεώργιος Σεφεριάδης, που αργότερα έγινε γνωστός ως Γιώργος Σεφέρης, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1900 στη Σμύρνη, σε μια οικογένεια που συνδύαζε τον κοινωνικό κύρος με τις λογοτεχνικές ανησυχίες. Πατέρας του ήταν ο Στυλιανός Σεφεριάδης (1873-1951), δικηγόρος και εξέχων κοινωνικός παράγοντας της πόλης, και μητέρα του η Δέσποινα Τενεκίδη από τη Νάξο. Ως το πρώτο παιδί της οικογένειας, ο Γιώργος μεγάλωσε μαζί με τα αδέρφια του, τον Άγγελο και την Ιωάννα, η οποία θα συνδεόταν αργότερα με τον φιλόσοφο και πολιτικό Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Η εκπαίδευση του Σεφέρη ξεκίνησε το 1906 στη Σμύρνη, αλλά η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα το 1914, όπου ο νεαρός Γιώργος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1918. Από νωρίς φάνηκε η πνευματική του περιέργεια και η κλίση του προς τη λογοτεχνία, στοιχεία που θα διαμόρφωναν αργότερα τη μοναδική του ποιητική φωνή.
Μετά την αποφοίτησή του, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια στο Παρίσι ήταν καθοριστικά: εκεί βρέθηκε στο επίκεντρο του μοντερνιστικού κινήματος, συναντήθηκε με ευρωπαϊκές λογοτεχνικές τάσεις και γνώρισε ένα περιβάλλον που συνδύαζε τη δημιουργικότητα με την πνευματική τόλμη. Αυτή η περίοδος σημάδεψε βαθιά τη διαμόρφωση της ποιητικής του ταυτότητας.
Το 1926, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Σεφέρης εντάχθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών, ξεκινώντας μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, η οποία θα τον έφερνε αργότερα ως πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο (1957-1962). Παράλληλα, η προσωπική του ζωή προχώρησε με τον γάμο του με τη Μαρώ Ζάννου, στις 10 Απριλίου 1941, μια ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, ενώ η οικογένειά του δεν απέκτησε παιδιά.
Η ποιητική του δραστηριότητα άρχισε να αναγνωρίζεται το 1931 με την πρώτη συλλογή του, Στροφή, η οποία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις: οι υποστηρικτές του, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπογράμμιζαν τη σημασία της νέας εποχής που εγκαινίαζε για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές θεώρησαν το έργο του σκοτεινό και εγκεφαλικό. Στη συλλογή αυτή ξεκινούν να εμφανίζονται τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του: η έντονη αίσθηση της παράδοσης, η φιλοσοφική σκέψη, και η ευαισθησία απέναντι στον ελληνικό πολιτισμό.
Η καθιέρωσή του ως μείζονος ποιητή ήρθε το 1935 με τη συλλογή Μυθιστόρημα, όπου πλήρως διαμορφώθηκαν τα βασικά του σύμβολα: το ταξίδι, η θάλασσα, τα μάρμαρα, οι πέτρες, τα αγάλματα και η μυθολογική φιγούρα του Οδυσσέα. Παράλληλα, διακρίθηκε στον δοκιμιακό λόγο και στη μετάφραση έργων διεθνών λογοτεχνικών προσωπικοτήτων, όπως του Τ.Σ. Έλιοτ, και μετέφερε στη νέα ελληνική σημαντικά βιβλικά έργα, όπως το Άσμα Ασμάτων και την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Η νεανική περίοδος του Σεφέρη είναι επομένως ένα μωσαϊκό εμπειριών: από τη Σμύρνη στο Παρίσι, από τη λογοτεχνική αφύπνιση στη διπλωματική σταδιοδρομία, κάθε στιγμή της ζωής του τον διαμόρφωσε σε έναν ποιητή που θα κατέληγε, με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, να αποτελεί διεθνή φωνή της ελληνικής λογοτεχνίας και πνευματικής παράδοσης.