ΙΣΤΟΡΙΑ

Από τη Χίο στην Αθήνα: Το Κίνημα του 1922 και η Απαίτηση για Αλλαγή

Η Ελλάδα του 1922 βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η Μικρασιατική Καταστροφή είχε συντρίψει τον στρατό, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες κατέκλυζαν τα νησιά, και η κυβέρνηση βουτηγμένη στην ανικανότητα έχανε κάθε εμπιστοσύνη. Μέσα σε αυτό το χάος, μια ομάδα αξιωματικών από τη Χίο και τη Λέσβο αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Η Επανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 δεν ήταν απλώς ένα στρατιωτικό κίνημα – ήταν η κραυγή ενός έθνους που ζητούσε λογοδοσία, κάθαρση και ελπίδα για το μέλλον.

Η Σπίθα από τα Νησιά: Πώς Ξεκίνησε Όλα

Μετά την ήττα στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922, η Ελλάδα βυθίστηκε σε απόγνωση. Οι στρατιώτες, εξαντλημένοι και οργισμένοι, έβλεπαν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να καταρρέει. Στη Χίο και τη Λέσβο, οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς, μαζί με τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, πήραν μια ιστορική απόφαση. Στις 11 Σεπτεμβρίου, κήρυξαν την Επανάσταση, απαιτώντας την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, τη δίκη των υπευθύνων για την Καταστροφή και την ανασυγκρότηση της χώρας.

Με πλοία από τα νησιά, οι επαναστάτες κατευθύνθηκαν προς την Αττική. Ένα στρατιωτικό αεροπλάνο έριξε προκηρύξεις πάνω από την Αθήνα, διακηρύσσοντας τους στόχους τους: «Η πατρίς κινδυνεύει! Ο στρατός απαιτεί δικαιοσύνη!» Η κίνηση αυτή, όπως αναφέρουν ιστορικές πηγές, δεν ήταν απλώς πραξικόπημα, αλλά μια οργανωμένη προσπάθεια να σωθεί η Ελλάδα από την κατάρρευση.

Η Αθήνα Υποδέχεται τους Επαναστάτες

Η ταχύτητα των εξελίξεων ήταν καταιγιστική. Στις 13 Σεπτεμβρίου, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄, υπό την πίεση του κινήματος και της λαϊκής οργής, παραιτήθηκε και εγκατέλειψε τη χώρα για την Ιταλία. Ο γιος του, Γεώργιος Β΄, ανέλαβε τον θρόνο, αλλά η πραγματική εξουσία πέρασε στην Επαναστατική Επιτροπή. Στις 14 Σεπτεμβρίου, τα επαναστατικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα, όπου ο λαός τα υποδέχτηκε με ενθουσιασμό, βλέποντας στους στρατιώτες την ελπίδα για αλλαγή.

Η Επιτροπή, με επικεφαλής τον Πλαστήρα, σχημάτισε νέα κυβέρνηση και έθεσε δύο βασικούς στόχους: την τιμωρία των υπευθύνων για την ήττα και τη διπλωματική σωτηρία της χώρας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κλήθηκε να διαπραγματευτεί τη Συνθήκη της Λωζάνης, που καθόρισε τα νέα σύνορα της Ελλάδας, αν και με απώλεια της Ανατολικής Θράκης.

Η Δίκη των Έξι: Κάθαρση ή Διχασμός;

Το πιο αμφιλεγόμενο κεφάλαιο της Επανάστασης ήταν η Δίκη των Έξι. Έξι υψηλόβαθμοι πολιτικοί και στρατιωτικοί, συμπεριλαμβανομένων του πρώην πρωθυπουργού Δημήτριου Γούναρη και του στρατηγού Γεώργιου Χατζηανέστη, κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία και εκτελέστηκαν τον Νοέμβριο του 1922. Η δίκη, αν και ικανοποίησε τη λαϊκή απαίτηση για «κάθαρση», δίχασε την κοινωνία και έθεσε τα θεμέλια για τον Εθνικό Διχασμό που ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες. Ιστορικοί σημειώνουν ότι η δίκη ήταν περισσότερο πολιτική παρά νομική, αντανακλώντας την ανάγκη του κινήματος να δείξει αποφασιστικότητα.

Οι κατηγορούμενοι – Γούναρης, Στράτος, Πρωτοπαπαδάκης, Θεοτόκης, Μπαλτατζής και Χατζανέστης – καταδικάστηκαν από Έκτακτο Στρατοδικείο για εσχάτη προδοσία, σε μια διαδικασία που χαρακτηρίστηκε συνοπτική, με περιορισμένο χρόνο υπεράσπισης και έντονη πίεση από την κοινή γνώμη και το επαναστατικό καθεστώς Πλαστήρα-Γονατά. Η κατηγορία θεωρήθηκε υπερβολικά βαριά, καθώς οι κατηγορούμενοι κατηγορήθηκαν ουσιαστικά για λανθασμένες πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις και όχι για συνειδητή συνωμοσία. Η εκτέλεσή τους, αν και ικανοποίησε το λαϊκό αίσθημα για κάθαρση και ανέδειξε την αποφασιστικότητα του νέου καθεστώτος, βάθυνε τον Εθνικό Διχασμό και άφησε βαριά σκιά στην πολιτική ζωή της χώρας. Σήμερα, οι περισσότεροι ιστορικοί τη θεωρούν δίκη «εν θερμώ», ενώ το 2010 ο Άρειος Πάγος αναγνώρισε την αδικία και ακύρωσε τις καταδίκες, επαναφέροντας το ερώτημα αν επρόκειτο για πράξη δικαιοσύνης ή μια ιστορική πολιτική εκκαθάριση.

Η Κληρονομιά της Επανάστασης

Η Επανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου δεν έσωσε μόνο την Ελλάδα από την πολιτική κατάρρευση, αλλά σηματοδότησε και την είσοδο του στρατού ως κεντρικού παίκτη στην πολιτική ζωή. Ο Πλαστήρας, γνωστός ως «Μαύρος Καβαλάρης», έγινε σύμβολο πατριωτισμού, ενώ η κυβέρνηση που σχηματίστηκε έθεσε τις βάσεις για τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος. Ωστόσο, η στρατιωτική ανάμειξη στην πολιτική άνοιξε τον δρόμο για μελλοντικά πραξικοπήματα, όπως αυτό του 1935 και του 1967.

Η Ελλάδα του 1922, μέσα από την οργή και την ελπίδα, βρήκε τη δύναμη να ανασυνταχθεί. Η Επανάσταση, όπως περιγράφεται από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ήταν «η απάντηση ενός έθνους που αρνήθηκε να παραδοθεί». Παρά τις αμφιλεγόμενες πτυχές της, η 11η Σεπτεμβρίου 1922 παραμένει μια στιγμή που η Ελλάδα στάθηκε όρθια, απαιτώντας δικαιοσύνη και κοιτάζοντας μπροστά. Σήμερα, μας υπενθυμίζει ότι ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές, η αποφασιστικότητα μπορεί να αλλάξει την Ιστορία.