
Σαν σήμερα σιώπησε η φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου – Η Ρεμπέτισσα που έδεσε τη ζωή της με τα τραγούδια
Η 27η Αυγούστου 1997 έμελλε να γίνει ημερομηνία σιωπής για το λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι. Εκείνη την ημέρα έφυγε από τη ζωή η Σωτηρία Μπέλλου, μια φωνή που ξεπερνούσε τη μουσική· μια φωνή λαού, αγώνα, αξιοπρέπειας και θάρρους. Στη διαδρομή της δεν υπήρξε ποτέ απλώς μια τραγουδίστρια – υπήρξε μαχήτρια, γυναίκα ασυμβίβαστη, ψυχή που μετέτρεπε κάθε στίχο σε ζωή.
Γεννημένη το 1921 στη Χαλκίδα, μεγάλωσε σε ένα αυστηρό και καταπιεστικό περιβάλλον. Παντρεύτηκε στα 17 της έναν άντρα βίαιο και αλκοολικό, ο οποίος την κακοποιούσε συστηματικά ακόμη και κατά την εγκυμοσύνη της, που έληξε με αποβολή. Μια μέρα, προσπαθώντας να βάλει τέλος στη βία, του έριξε βιτριόλι και οδηγήθηκε στη φυλακή. Από τα τρία χρόνια που της επιβλήθηκαν, εξέτισε έξι μήνες. Η κοινωνία της γενέτειράς της την απέρριψε. Έφυγε τότε για την Αθήνα, λέγοντας: «Φεύγω, αλλά μια μέρα θα γυρίσω στη Χαλκίδα μεγάλη και τρανή».
Στην πρωτεύουσα βίωσε φτώχεια και στέρηση: έκανε την υπηρέτρια, την αχθοφόρο, κοιμόταν σε βαγόνια τρένων. Με την έναρξη του πολέμου οργανώθηκε στο ΕΑΜ, μετέφερε μηνύματα, συμμετείχε σε συσσίτια και καλλιτεχνικές δράσεις. Το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς και βασανίστηκε για τρεις μέρες στα φρικτά μπουντρούμια της οδού Μέρλιν. Όπως είπε η ίδια:
«Το μαρτύριο της Κατοχής δεν μπορώ να το ξεχάσω. Θυμάμαι τα φρικτά μπουντρούμια της οδού Μέρλιν… Είκοσι χρονών κοριτσάκι…»
Αργότερα πήρε μέρος στα Δεκεμβριανά, συνελήφθη ξανά στον Εμφύλιο και υπέστη νέες κακοποιήσεις. Το 1948, ενώ τραγουδούσε στου «Τζίμη του Χοντρού» μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη, αρνήθηκε να εκτελέσει βασιλικό τραγούδι και δέχτηκε άγριο ξυλοδαρμό από Χίτες.
Η καριέρα της ξεκίνησε δυναμικά τη δεκαετία του ’40. Συνεργάστηκε με τον Τσιτσάνη, ηχογραφώντας διαχρονικά τραγούδια όπως η «Συννεφιασμένη Κυριακή», και στη συνέχεια με κορυφαίους συνθέτες: Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Βαμβακάρη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, αλλά και Ξαρχάκο, Σαββόπουλο, Μούτση, Ανδριόπουλο, Λάγιο. Το ρεπερτόριό της δεν περιορίστηκε – το απογείωσε.
Η Σωτηρία Μπέλλου δεν έκρυψε ποτέ την ταυτότητά της. Δήλωνε ανοιχτά αριστερή: «Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω… Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές.» Δεν δίστασε να αποκαλύψει ότι αγαπούσε τις γυναίκες, σε εποχές που η κοινωνία τιμωρούσε τη διαφορετικότητα. Έζησε με πάθη – τζόγο, αλκοόλ – αλλά ποτέ δεν πρόδωσε τη φωνή της και το είδος που υπηρέτησε.
Σε κάθε της ερμηνεία, υπήρχε ένα προσωπικό δέσιμο:
«Ό,τι έχω πει, είναι βγαλμένο απ’ τη ζωή… Όλα τα τραγούδια που ‘χω πει τα ‘χω αγαπήσει. Ορισμένα τα ‘χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου… Όλα τα τραγούδια τα ένιωθα όταν τα έλεγα. Όλα είναι βγαλμένα από μέσα μου.»
Στα τελευταία της χρόνια πάλεψε με τον καρκίνο του φάρυγγα, που της πήρε τη φωνή αλλά όχι την ψυχή. Πέθανε φτωχή, χωρίς οικογένεια, αλλά γεμάτη ιστορία και σεβασμό. Η φωνή της έμεινε να θυμίζει ότι το τραγούδι μπορεί να είναι αντίσταση, ότι η τέχνη μπορεί να σταθεί όρθια ακόμα κι όταν όλα γύρω γκρεμίζονται.
Η Σωτηρία Μπέλλου δεν τραγούδησε για να διασκεδάσει απλώς τον κόσμο· τραγούδησε για να τον κάνει να θυμηθεί, να πονέσει, να σταθεί όρθιος. Σήμερα, 27 Αυγούστου, δεν θυμόμαστε μόνο το τέλος της, αλλά τον τρόπο που έδεσε τη ζωή της με κάθε νότα.