Δύο χρόνια μετά τη φονική σιδηροδρομική σύγκρουση στα Τέμπη, ο Νίκος Πλακιάς μιλάει για το κενό και τον αβάσταχτο πόνο που άφησε πίσω του το δυστύχημα, στο οποίο η οικογένειά του έχασε τις δίδυμες κόρες Χρύσα και Θώμη και την ξαδέλφη τους, Αναστασία.
Σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Χαμογέλα και Πάλι» του MEGA, στον Νίκο Συρίγο, αφηγείται την καθημερινότητα που βιώνει η οικογένεια και τον αδιάκοπο αγώνα της για δικαίωση.
Αναφερόμενος στις πρώτες στιγμές μετά το δυστύχημα, περιγράφει το πώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα «απόλυτο κενό» και την αδυναμία να συνειδητοποιήσουν αμέσως το μέγεθος της απώλειας —την αδυναμία να σηκωθούν από τα κρεβάτια και την βασανιστική αναζήτηση απαντήσεων για το αν οι κόρες του είχαν φωνάξει «μπαμπά» ή «μαμά» ενώ εκείνος δεν ήταν κοντά για να τις βοηθήσει.
«Η διαχείριση ήταν δύσκολη. Δεν είχαμε καταλάβει τι είχε συμβεί. Σιγά σιγά όταν καταλάβαμε, βιώσαμε το απόλυτο κενό. Δεν είχαμε το κουράγιο να σηκωθούμε από τα κρεβάτια μας. Έψαχνα να δω αν τα παιδιά μας χρειάζονταν, αν φώναξαν ‘μπαμπά’, ‘μαμά’ και δεν ήμουν εκεί να τα βοηθήσω. Αυτό με έτρωγε».
Η οδύνη του παίρνει και μορφή καταγγελίας για τις ευθύνες πίσω από την τραγωδία: «Δεν ήταν η κακιά η ώρα, ήταν η κακιά η χώρα. Τα παιδιά μας μας άφησαν στοιχεία για να δικάσουμε. Ο αριθμός τρία στην οικογένειά μας ακόμα με τρομάζει. Δεν σκέφτομαι τρία, σκέφτομαι ότι αυτά τα παιδιά ήταν ένα. Μαζί ήρθαν στη ζωή, αγκαλιά έφυγαν».
Η οργή απέναντι στους υπεύθυνους είναι έντονη — ζητάει οι πράξεις να θεωρηθούν κακούργημα και καλεί μέχρι και τον πρωθυπουργό να δώσει εξηγήσεις για το τι γνώριζε εκείνη τη νύχτα: «Νιώθω μίσος για όλους τους υπεύθυνους. Έχω πολύ μίσος, δεν μπορώ να διανοηθώ τον τρόπο με τον οποίον χάσαμε τρία παιδιά. Η λέξη πλημμέλημα δεν πρέπει να υπάρχει στην υπόθεση των Τεμπών, αλλά κακούργημα. Και από τον Καραμανλή, τον Τριαντόπουλο μέχρι τον σταθμάρχη. Και ο Πρωθυπουργός πρέπει να λογοδοτήσει. Εδώ και 1,5 χρόνο κάνω ένα ερώτημα: εκείνο το βράδυ ο πρωθυπουργός ενημερωνόταν, ναι ή όχι; Γιατί δεν απαντάει;».
Σχετικά με την απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι, αναγνωρίζει την πολιτική της επίδραση αλλά εξηγεί γιατί απέφυγε να τον επισκεφθεί: «Δεν πήγα στον Πάνο Ρούτσι, γιατί φοβόμουν ότι θα κάνω κακό αντί για καλό. Ήταν μία απόφαση του Πάνου, δεν μπορεί να την καπηλευτεί κανένας άλλος. Δυστυχώς, την καπήλευσαν κάποιοι άλλοι, όχι εγώ. Είδα έναν άνθρωπο που μπόρεσε να ταρακουνήσει το σύστημα».
Εκφράζει ταυτόχρονα σεβασμό και αλληλεγγύη προς γονείς που βίωσαν παρόμοια απώλεια, αναφερόμενος στην παρουσία και τη δράση της Μαρίας Καρυστιανού: «Πάντα θα κάνω μία αγκαλιά στη Μαρία Καρυστιανού. Είναι η μάνα που έχασε το παιδί της. Δεν μπορώ να ακυρώσω τη Μαρία, όταν ήταν η πρώτη που πήγε στο σημείο μηδέν και έδειξε με το δάχτυλο και ρώτησε ποιος το έκανε».
Καταγγέλλει επίσης την πολιτική εκμετάλλευση της υπόθεσης και μιλάει για την προσωπική του ενοχή: «Είχα δώσει μία υπόσχεση στα κορίτσια, ότι δεν θα πάθουν ποτέ τίποτα. Δεν την κράτησα. Από μικρά τα αγκάλιαζα και έλεγα ‘δεν θα πάθετε τίποτα’. Δεν την κράτησα την υπόσχεση. Μου έφυγαν μέσα από τα χέρια, αυτό δεν θα το συγχωρήσω».
Με καθαρή απαίτηση για αυστηρή δικαστική αντιμετώπιση, προειδοποιεί για την αντίδρασή του σε περίπτωση που τα αδικήματα θεωρηθούν πλημμέλημα: «Εάν ακούσω στο δικαστήριο για παράβαση καθήκοντος και για πλημμέλημα, θα βάλω τα οστά των παιδιών μου στην έδρα και θα πω “ορίστε, θα σας δικάσουν τα παιδιά μου” και θα φύγω».
Ο κ. Πλακιάς περιγράφει τέλος την καθημερινή, αδιαλείπτως τραγική επαφή με το κενό που άφησαν τα παιδιά του: το θέαμα των άδειων δωματίων και των άδειων κρεβατιών που δεν μπορεί να συνηθίσει — την επιθυμία να πλησιάσει λίγο ακόμα στο χρόνο που θα τον φέρει «μία μέρα πιο κοντά» τους και να τις σφίξει «5-10 λεπτά στην αγκαλιά του», πράγματα που δεν πρόλαβε να τους πει όσο ζούσαν.