Σε μια ιστορική και βαθιά διχαστική απόφαση, το Δικαστήριο για Διεθνή Εγκλήματα της Ντάκα καταδίκασε χθες, 17 Νοεμβρίου 2025, την πρώην πρωθυπουργό του Μπανγκλαντές Σέιχ Χασίνα σε θανατική ποινή για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, σχετικά με την αιματοβαμμένη καταστολή φοιτητικών εξεγέρσεων το καλοκαίρι του 2024. Η 78χρονη ηγέτιδα, η οποία κατέφυγε στην Ινδία μετά την ανατροπή της τον Αύγουστο του ίδιου έτους, δικάστηκε ερήμην, σε μια δίκη που διήρκεσε μόλις έναν μήνα και χαρακτηρίστηκε από κατηγορίες για δολοφονίες, βασανιστήρια και εξαφανίσεις δεκάδων ακτιβιστών. Η ετυμηγορία αυτή δεν αφορά μόνο την προσωπική ευθύνη της Χασίνα, αλλά και την κατάρρευση μιας 15ετούς δυναστείας που διαμόρφωσε –και συχνά πίεσε– την πιο πυκνοκατοικημένη χώρα της Νότιας Ασίας.
Το Χρονικό μιας Αιματηρής Άνοιξης: Από τις Φοιτητικές Διαμαρτυρίες στην Ανατροπή
Οι ρίζες της υπόθεσης βυθίζονται στις φοιτητικές διαδηλώσεις του Ιουλίου 2024, που ξεκίνησαν ως ειρηνική αντίδραση στο σύστημα ποσοστώσεων για δημόσιες θέσεις εργασίας –ένα σύστημα που ευνοούσε απογόνους βετεράνων του Πολέμου Απελευθέρωσης του 1971 και θεωρούνταν από πολλούς νεαρούς ως εργαλείο νεποτισμού. Οι διαμαρτυρίες, που απλώθηκαν σαν πυρκαγιά σε ολόκληρη τη χώρα, κλιμακώθηκαν όταν οι δυνάμεις ασφαλείας, υπό τις εντολές της κυβέρνησης Χασίνα, ανταπέδωσαν με ακραία βία: σφαίρες, δακρυγόνα και μαζικές συλλήψεις. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, οι νεκροί ξεπέρασαν τους 1.400 μεταξύ 15 Ιουλίου και 5 Αυγούστου 2024, με εκατοντάδες άλλους να εξαφανίζονται ή να τραυματίζονται σοβαρά. Η καταστολή αυτή, που η κατηγορούσα αρχή χαρακτήρισε ως «συστηματική επίθεση κατά του πολιτισμού», οδήγησε στην παραίτηση και φυγή της Χασίνα, σηματοδοτώντας το τέλος της τρίτης θητείας της και την άνοδο μιας μεταβατικής κυβέρνησης υπό τον Νομπel Νόμπελ της Ειρήνης Μοχάμεντ Γιούνους.
Η δίκη, που διεξήχθη από το ειδικό Δικαστήριο για Διεθνή Εγκλήματα –ένα όργανο που συστάθηκε το 2010 για να δικάζει εγκλήματα πολέμου και εναντίον της ανθρωπότητας– εστίασε σε συγκεκριμένες κατηγορίες: ότι η Χασίνα διέταξε προσωπικά την «επιχείρηση κάθαρσης» εναντίον των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα δεκάδες εκτελέσεις εκτός νόμου. Η απόφαση κρίνεται από ορισμένους ως γρήγορη και αμφιλεγόμενη, με την Amnesty International να την καταδικάζει ως «επικίνδυνη κίνηση» που υπονομεύει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και ενισχύει τον κύκλο βίας. Παράλληλα, το δικαστήριο ανακοίνωσε ότι θα εκδώσει σύντομα ετυμηγορίες για δύο στενούς συνεργάτες της: τον πρώην υπουργό Εσωτερικών Ασαντουζαμάν Χαν και τον πρώην αρχηγό της αστυνομίας Αμπντουλάχ Αλ Μαμούν, οι οποίοι αντιμετωπίζουν παρόμοιες κατηγορίες και κρατούνται προφυλακιστέοι.
Πύρινοι Αντίλαλοι στη Ντάκα: Εκρήξεις, Εμπρησμοί και Φόβος για Αιματοχυσία
Η ετυμηγορία δεν έμεινε απαρατήρητη στους δρόμους της πρωτεύουσας. Μόλις λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση, η Ντάκα βυθίστηκε σε κύμα βίας: εκρήξεις αυτοσχέδιων βομβών, εμπρησμοί οχημάτων και συγκρούσεις μεταξύ υποστηρικτών του Κόμματος της Λαϊκής Λίγκας (ALWP) της Χασίνα και δυνάμεων ασφαλείας. Οι διαμαρτυρίες, που ξεκίνησαν ως ειρηνικές συγκεντρώσεις έξω από το δικαστικό μέγαρο, εξελίχθηκαν σε χαοτικές ταραχές, με αναφορές για δεκάδες τραυματίες και διακοπές στην κυκλοφορία σε κεντρικούς δρόμους. Η αστυνομία, ενισχυμένη με τανκς και ειδικές μονάδες, επέβαλε αυστηρό αποκλεισμό γύρω από ευαίσθητες ζώνες, ενώ οι αρχές προειδοποιούν για πιθανή κλιμάκωση, θυμίζοντας τις μαύρες μέρες του 2024. «Η πόλη είναι σε κατάσταση πολιορκίας», δήλωσε ανώνυμος ακτιβιστής στο Reuters, εκφράζοντας φόβους ότι η βία μπορεί να πυροδοτήσει ευρύτερη αστάθεια σε μια χώρα ήδη ταλαιπωρημένη από πλημμύρες και οικονομική ύφεση.
Διεθνείς Αντανακλάσεις: Η Ινδία στο Σταυροδρόμι και η Σιωπή της Δύσης
Η εξορία της Χασίνα στην Ινδία –όπου φιλοξενείται σε ιδιωτική κατοικία κοντά στα σύνορα– περιπλέκει περαιτέρω την κατάσταση. Η Νέα Δελχί, που θεωρεί τη Χασίνα στενή σύμμαχο εναντίον ισλαμιστικών ομάδων και κινεζικής επιρροής, έχει απορρίψει επανειλημμένα αιτήματα έκδοσης από το Ντάκα, επικαλούμενη την απουσία διμερούς συνθήκης έκδοσης και ανησυχίες για «πολιτική δίωξη». Ο Ινδός βουλευτής Σάσι Θαρούρ χαρακτήρισε την ποινή «πολύ ανησυχητική», εκφράζοντας την προσωπική του αντίθεση στη θανατική ποινή, ενώ η κυβέρνηση Μόντι διατηρεί σιωπηλή στάση, ισορροπώντας μεταξύ διπλωματικών σχέσεων και εσωτερικών πιέσεων. Στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο του Χάγης, η υπόθεση παρακολουθείται στενά, με φόβους ότι η βιασύνη της δίκης μπορεί να την ακυρώσει ως μη δίκαιη.
Η καταδίκη της Χασίνα δεν είναι απλώς μια νομική πράξη· είναι ένας καθρέφτης της βαθιάς πόλωσης στο Μπανγκλαντές, όπου η κληρονομιά της μητέρας της, Μπαγκμπαντί, ηρωίδας της ανεξαρτησίας, συγκρούεται με κατηγορίες για αυταρχισμό. Καθώς οι φλόγες της Ντάκα φουντώνουν, η χώρα στέκεται στο χείλος ενός νέου κεφαλαίου βίας, υπενθυμίζοντας ότι η δικαιοσύνη, όταν έρχεται με αίμα, σπάνια φέρνει ειρήνη. Η επόμενη μέρα θα δείξει αν αυτή η απόφαση θα ενώσει ή θα διασπάσει ένα έθνος που αγωνίζεται να βρει τον δρόμο του μετά από δεκαετίες σκιών.


