Μια διπλωματική καταιγίδα ξέσπασε μεταξύ Βρετανίας και Αλβανίας, με τον πρωθυπουργό της τελευταίας, Έντι Ράμα, να κατηγορεί ευθέως την βρετανίδα υπουργό Εσωτερικών, Σαμπάνα Μαχούντ, για “εθνική στερεοτυπία” και “δημαγωγία” σε μια ομιλία της για μεταρρυθμίσεις στο σύστημα ασύλου. Το περιστατικό, που εκτυλίχθηκε χθες, Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025, έρχεται σε μια περίοδο έντονων πιέσεων για την κυβέρνηση των Εργατικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, που αγωνίζεται να ελέγξει τις μεταναστευτικές ροές μετά το Brexit.
Όλα ξεκίνησαν την Δευτέρα, όταν η Μαχούντ παρουσίασε στη Βουλή των Κοινοτήτων ένα φιλόδοξο σχέδιο για την “εκτός ελέγχου” πολιτική ασύλου. Στόχος: Η ταχύτερη απέλαση όσων αιτήσεων απορρίπτονται, ακόμα και ολόκληρων οικογενειών με παιδιά, αν η χώρα προέλευσης θεωρείται “πλήρως ασφαλής”. Ως παράδειγμα, η υπουργός ανέφερε συγκεκριμένα “περίπου 700 αλβανικές οικογένειες” που ζουν σε κρατικά καταλύματα με έξοδα των φορολογουμένων, παρόλο που η Αλβανία έχει υπογράψει συμφωνία επιστροφών με το Λονδίνο από το 2022 και είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. “Δεν απομακρύνουμε σήμερα οικογένειες, ακόμα και όταν ξέρουμε ότι η πατρίδα τους είναι ασφαλής”, δήλωσε η Μαχούντ, προαναγγέλλοντας εθελοντικές και, αν χρειαστεί, εξαναγκαστικές επιστροφές.
Η αναφορά αυτή πυροδότησε την οργή του Ράμα, ο οποίος –ηγέτης της σοσιαλιστικής αδελφής παράταξης της βρετανικής Λέιμπορ– αντέδρασε άμεσα με ανάρτηση στο X (πρώην Twitter). “Πολιτική δεν είναι η εθνική στερεοτυπία. Αυτό είναι το ελάχιστο που περιμένει η ανθρωπότητα από τη μεγάλη Βρετανία”, έγραψε, χαρακτηρίζοντας την κίνηση της Μαχούντ ως “σταγόνα στον ωκεανό” των μεταναστευτικών προκλήσεων της μετα-Brexit Βρετανίας και “αηδιαστική άσκηση δημαγωγίας”. Ο Αλβανός πρωθυπουργός υπενθύμισε την επιτυχημένη συνεργασία των δύο χωρών, με πάνω από 13.000 απομιμήσεις ατόμων στην Αλβανία από το 2022, και κάλεσε το Λονδίνο να εμβαθύνει τις σχέσεις σε θέματα άμυνας και ελέγχου συνόρων, αντί να “εξαγριώνει” πολίτες ενός συμμάχου, εκθέτοντάς τους σε ακραίες ομάδες.
Η Μαχούντ, σε συνέντευξη που μεταδόθηκε σήμερα το πρωί σε ραδιοφωνικό σταθμό, απέρριψε κατηγορηματικά τις κατηγορίες: “Διαφωνώ προφανώς”, δήλωσε, διευκρινίζοντας ότι μιλούσε αποκλειστικά για όσους έχουν απορριφθεί ως αιτούντες άσυλο και όχι για πρόσφυγες που χρειάζονται προστασία. “Δεν αναφερόμαστε σε ανθρώπους που είναι πραγματικοί πρόσφυγες”, τόνισε, υπερασπιζόμενη το σχέδιο ως μέσο εξοικονόμησης χρημάτων των φορολογουμένων και αποτροπής καταχρήσεων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ράμα συγκρούεται με βρετανούς υπουργούς: Το 2022, είχε επικρίνει την τότε Σουέλα Μπράβερμαν για “ξενοφοβία” σε παρόμοιο ζήτημα. Σήμερα, η κριτική επεκτείνεται και εντός Βρετανίας, με εργατικούς βουλευτές όπως ο Λόρδος Άλφ Νταμπς –επιζών Kindertransport– να χαρακτηρίζουν το σχέδιο “ντροπιαστικό” και “άκαρδο” απέναντι στα παιδιά. Ακόμα και ο υπουργός Υγείας Γουές Στρίτινγκ υπερασπίστηκε τις μεταρρυθμίσεις, τονίζοντας την ανάγκη ελέγχου, ενώ η αντιπολίτευση (Συντηρητικοί) τις αποκαλεί “ανεπαρκείς”.
Η διαμάχη αυτή φωτίζει τις ευαίσθητες ισορροπίες της βρετανικής μετανστευτικής πολιτικής: Από τη μια, η πίεση για μείωση ροών (με πάνω από 30.000 Αλβανούς που έφτασαν τα τελευταία χρόνια), από την άλλη, οι διεθνείς σχέσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Αλβανία, που αρνήθηκε τον Μάιο να φιλοξενήσει “κέντρα επιστροφών” για τρίτες χώρες, παραμένει βασικός εταίρος, αλλά η ένταση μπορεί να επηρεάσει ευρύτερες συνεργασίες στα Βαλκάνια. Οι εξελίξεις παρακολουθούνται στενά, καθώς η κυβέρνηση Στάρμερ βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί μεταξύ εσωτερικών πιέσεων και διπλωματίας.
