
Γεώργιος Καραϊσκάκης: Σαν σήμερα “έφυγε” ο “Αχιλλέας” της Ρωμιοσύνης – “Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα”.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1780 (ή 1782) στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Μεγάλωσε με τους θετούς γονείς του, μία οικογένεια Σαρακατσάνων. Στα 15 του ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκαταλείπει τους θετούς του γονείς και σχηματίζει κλέφτικη ομάδα από συνομηλίκους του.
Τον Απρίλιο του 1821 αποτυγχάνει να ξεσηκώσει τους Ακαρνάνες και καταφεύγει στα χωριά των Τζουμέρκων. Τον Μάιο οργανώνει στρατόπεδο με άλλους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς στο Πέτα της Άρτας. Συμμετέχει στις μάχες κατά των Τούρκων στο Κομπότι (30 Μαΐου και 8 Ιουνίου), αλλά τραυματίζεται και αποσύρεται για θεραπεία.
Τον Σεπτέμβριο μαζί με άλλους οπλαρχηγούς καταλαμβάνει την Άρτα, σε σύμπραξη με τους Αρβανίτες. Το 1822 εμπλέκεται σε διαμάχη με τον κλεφτοκαπετάνιο Γιαννάκη Ράγκο (1790-1870), εκλεκτό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, για το αρματολίκι των Αγράφων. Από τότε χρονολογείται και η διένεξή του με τον φαναριώτη πολιτικό.
Στις 15 Ιανουάριου του 1823, ο Καραϊσκάκης σημειώνει την πρώτη του μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων στη Μάχη του Σοβολάκου. Στα μέσα του 1823 προάγεται σε στρατηγό, αλλά η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται από τη φυματίωση και καταφεύγει για ανάπαυση στο μοναστήρι του Προυσού.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου, ο Μαυροκορδάτος τον κατηγορεί για πράξη εσχάτης προδοσίας και τον σύρει σε δίκη στο Αιτωλικό (1 Απριλίου 1824). Παρότι διαπιστώνεται η ανακρίβεια των κατηγοριών, ο Καραϊσκάκης θα αποστερηθεί όλων των αξιωμάτων του και θα αναγκασθεί να καταφύγει στο Καρπενήσι. Στα μέσα του 1824 μεταβαίνει στο Ναύπλιο, έδρα της κυβέρνησης, με σκοπό να αποδείξει την αθωότητά του.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε από την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε “ταμπούρια” (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς έφθασαν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Τον Μάρτιο του 1827 κατέλαβε το Κερατσίνι όπου και στρατοπέδευσε, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα ανεφοδιασμού από τη θάλασσα. Ακολούθησε, στις 13 Απριλίου 1827, η κατάληψη της μονής του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά και η ενοποίηση των στρατοπέδων του Κερατσινίου και της Καστέλλας. Ο ίδιος μετέφερε το αρχηγείο του στον Πειραιά.
Εν τω μεταξύ, ο Καραϊσκάκης είχε δώσει εντολή καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας στις 22 Απριλίου να μην προκληθούν αψιμαχίες, πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου όμως, ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα οχύρωμα το οποίο φυλούσαν μαχητές από την Κρήτη – οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και οι εχθροπραξίες γρήγορα γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής.
Αν και αρχικά είχε μεταβεί εκεί για να σταματήσει τους πυροβολισμούς, αναγκάστηκε τελικά να συμμετάσχει στη μάχη. Ξαφνικά, μέσα στον πανικό, δέχτηκε έναν πυροβολισμό στη βουβωνική χώρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, παρά τον τραυματισμό του, παρέμεινε για ώρα στη μάχη, επάνω στο άλογό του, και όταν τελικά μεταφέρθηκε στον γιατρό, εκείνος διαπίστωσε ότι ο τραυματισμός ήταν θανάσιμος.
Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του γρήγορα κατάλαβαν πως θα πέθαινε. Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν “Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα”. Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη “κάθισε σταυροπόδι” και μοιρολογούσε σαν γυναίκα