Σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη που ρίχνει φως στις παρασκηνιακές διπλωματικές μάχες μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν αποκάλυψε χθες τις λεπτομέρειες μιας πρόσφατης συνομιλίας του με τον Αμερικανό ομόλογό του Μάρκο Ρούμπιο. Το επίκεντρο; Η επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των προηγμένων μαχητικών F-35, που παραμένει παγωμένη εδώ και χρόνια λόγω του νόμου CAATSA – ενός αμερικανικού νομοθετήματος που επιβάλλει κυρώσεις σε χώρες που αγοράζουν ρωσικό οπλισμό. Ο Ρούμπιο, πρώην γερουσιαστής και συνυπογράφων του νόμου, φέρεται να παραδέχτηκε: “Δεν υπάρχει περιθώριο υπαναχώρησης”, αποτυπώνοντας το δίλημμα της κυβέρνησης Τραμπ ανάμεσα σε πολιτική βούληση και νομικούς περιορισμούς.
Η δήλωση του Φιντάν, σε συνέντευξη στον τουρκικό τηλεοπτικό σταθμό A Haber, έρχεται να εμπλουτίσει την εικόνα από την ιστορική επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο στις 25 Σεπτεμβρίου. Εκεί, σύμφωνα με τον Φιντάν, ο Ντόναλντ Τραμπ εξέφρασε ξεκάθαρα την πρόθεσή του να μην αφήσει το CAATSA να δηλητηριάζει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. “Ο πρόεδρος Τραμπ μου είπε ότι αυτός ο νόμος δεν πρέπει να βαρύνει τις σχέσεις μας και έδωσε οδηγίες στην κυβέρνησή του να το λύσει”, ανέφερε ο Τούρκος ΥΠΕΞ, υπογραμμίζοντας τη διαφορά από την εποχή Μπάιντεν, όπου οι κυρώσεις εφαρμόζονταν άκαμπτα. Ο Αμερικανός πρόεδρος, μάλιστα, φέρεται να έχει δώσει εντολή στους συμβούλους του να εξερευνήσουν λύσεις, βλέποντας στην Τουρκία έναν κρίσιμο σύμμαχο σε ζητήματα όπως η Συρία και η καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδείχθηκε πιο περίπλοκη. Σε ιδιωτική συζήτηση με τον Φιντάν, ο Ρούμπιο –που ως γερουσιαστής ψήφισε υπέρ του CAATSA το 2017– εξήγησε το “αδιέξοδο”: “Ήμουν γερουσιαστής, ήμουν από την πλευρά που ψήφισε τον νόμο. Τώρα είμαι στην εκτελεστική εξουσία, υπουργός Εξωτερικών. Ο πρόεδρος μου έδωσε οδηγία να την εφαρμόσω, αλλά το κείμενο που γράψαμε τότε είναι τόσο δεσμευτικό, που η διοίκηση δεν μπορεί να κουνηθεί”. Ο νόμος CAATSA, γνωστός ως “Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act”, στοχεύει κυρίως σε Ρωσία, Ιράν και Βόρεια Κορέα, αλλά επεκτάθηκε στην Τουρκία το 2019 λόγω της αγοράς των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400. Αποτέλεσμα; Η Άγκυρα αποκλείστηκε από το πρόγραμμα F-35, στο οποίο είχε επενδύσει δισεκατομμύρια και συμμετείχε ως κατασκευαστής εξαρτημάτων, χάνοντας όχι μόνο μαχητικά αλλά και ευκαιρίες εξαγωγών.
Ο Φιντάν, ωστόσο, δεν φαίνεται απογοητευμένος. “Υπάρχει καλή θέληση και από τις δύο πλευρές, και όσο αυτή υπάρχει, μπορούμε να βρούμε λύσεις”, δήλωσε, εκφράζοντας αισιοδοξία για “λύσεις που έχει εκφράσει τη βούλησή του και ο πρόεδρός μας”. Η Τουρκία, σύμφωνα με τον ίδιο, παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και ετοιμάζει δικές της προτάσεις, με στόχο την ταχύτερη δυνατή επίλυση. “Ο Τραμπ έχει δώσει εντολή, έχει βούληση. Ελπίζουμε να το λύσουμε σύντομα”, κατέληξε, υπενθυμίζοντας ότι η Ουάσινγκτον βλέπει πλέον την Άγκυρα ως στρατηγικό εταίρο, σε αντίθεση με την προηγούμενη διοίκηση.
Η συζήτηση δεν περιορίστηκε στα F-35. Ο Φιντάν άγγιξε και ευρωπαϊκά ζητήματα, όπως το πρόγραμμα SAFE (Strategic Autonomy for Europe), ένα ταμείο 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας. Παρά τις αντιρρήσεις Ελλάδας και Κύπρου, που εμποδίζουν την πλήρη πρόσβαση της Τουρκίας, ο ΥΠΕΞ τόνισε ότι η Άγκυρα θα εκμεταλλευτεί εναλλακτικές διαδρομές: “Θα ιδρύσουμε εταιρείες και συνεργασίες στην ΕΕ για να αξιοποιήσουμε αυτούς τους πόρους”. Παράλληλα, η Τουρκία ενισχύει τον ρόλο της στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, με συνεχή συντονισμό μεταξύ υπουργείου Άμυνας και αμυντικής βιομηχανίας.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται σε μια περίοδο θέρμανσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, μετά την ορκωμοσία Τραμπ τον Ιανουάριο. Πρώην σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου, ο Τόμας Μπάρακ, είχε δηλώσει ήδη τον Αύγουστο ότι “οι πρόεδροι Τραμπ και Ερντογάν μπορούν να λύσουν το CAATSA μέχρι το τέλος του έτους”, δίνοντας εντολή στους Ρούμπιο και Φιντάν να βρουν κοινό έδαφος. Οι αναλυτές βλέπουν εδώ ένα παράθυρο ευκαιρίας: Η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, είναι απαραίτητη για την περιφερειακή σταθερότητα, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Μέση Ανατολή. Μια λύση στα F-35 θα μπορούσε να ανοίξει δρόμο όχι μόνο για στρατιωτική συνεργασία, αλλά και για οικονομικές συμφωνίες, ενισχύοντας την Άγκυρα εν μέσω των δικών της αμυντικών προκλήσεων.
Καθώς οι διπλωματικές γρανάζια γυρίζουν, η ελπίδα παραμένει ζωντανή – αλλά δεμένη με την ικανότητα να ξεπεραστούν τα νομικά εμπόδια του Κογκρέσου. Για την Τουρκία, η επιστροφή στα F-35 δεν είναι απλώς ζήτημα αεροσκαφών: Είναι σύμβολο εμπιστοσύνης σε μια ασταθή παγκόσμια τάξη. Η Άγκυρα περιμένει, και η Ουάσινγκτον… δουλεύει.
