Πριν από 41 χρόνια η Ίντιρα Γκάντι Έχασε τη Ζωή της από τους Φρουρούς της – Η Σκοτεινή Σελίδα της Ινδίας

1 Νοεμβρίου 2025

Στις 31 Οκτωβρίου 1984, η Ινδία –και μαζί της ο κόσμος– συντάχθηκε από έναν κρότο πυροβολισμών που δεν ήταν απλώς ηχώ βίας, αλλά η κορύφωση μιας αλυσίδας ιστορικών τραυμάτων. Η Ίντιρα Γκάντι, η πρώτη και μοναδική γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας, έπεσε νεκρή από τα χέρια δύο Σιχ φρουρών της, σε μια πράξη που ξεκινούσε από την εκδίκηση και κατέληγε σε εθνική τραγωδία. Δεν ήταν απλώς μια δολοφονία ηγέτη· ήταν η στιγμή που η εθνική ενότητα της Ινδίας δοκιμάστηκε στα όριά της, αποκαλύπτοντας βαθιά ρήγματα μεταξύ κοινότητας, εξουσίας και πίστης. Πενσήντα χρόνια μετά, τα γεγονότα εκείνης της ημέρας παραμένουν ένας καθρέφτης για τις ευπάθειες της πολυπολιτισμικής δημοκρατίας.

Η Άνοδος μιας Σιδηράς Κυρίας στην Πολιτική Αρένα

Γεννημένη το 1917 στην Αλαχαμπάντ, ως κόρη του Τζαβαχαρλάλ Νεχρού –πρώτου πρωθυπουργού της ανεξάρτητης Ινδίας–, η Ίντιρα Γκάντι μεγάλωσε μέσα σε σκιές επαναστατικές και οικογενειακές φιλοδοξίες. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το Visva-Bharati του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, αλλά η ζωή της διαμορφώθηκε από τον αγώνα για την ανεξαρτησία. Παντρεύτηκε τον Φερόζ Γκάντι το 1942, απέκτησε δύο γιους –τον Σαντζάι και τον Ρατζίβ– και μπήκε στην πολιτική το 1955 ως μέλος της Εργατικής Επιτροπής του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου. Το 1959 έγινε πρόεδρος του κόμματος, το 1964 μέλος του Ρατζιά Σαμπά και υπουργός Πληροφοριών και Ραδιοφώνου υπό τον Λαλ Μπαχάτουρ Σαστρί.

Η άνοδός της στην πρωθυπουργία το 1966, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Σαστρί, ήταν συμβιβασμός εντός του Κογκρέσου, αλλά η Γκάντι αποδείχθηκε αμείλικτη. Αντιμετώπισε προκλήσεις από συντηρητικές φιγούρες όπως ο Μοραρτζί Ντεσάι, εκδιώχθηκε από το κόμμα το 1969 και ίδρυσε το “Νέο” Κογκρέσο, που κέρδισε θριαμβευτικά το 1971. Υποστήριξε την απόσχιση του Ανατολικού Πακιστάν, οδηγώντας στην νίκη της Ινδίας επί του Πακιστάν και τη γέννηση του Μπανγκλαντές –μια νίκη που την καθιέρωσε ως παγκόσμια ηγέτιδα. Το 1972, η παράταξή της σάρωσε τις περιφερειακές εκλογές, εδραιώνοντας την εξουσία της.

Ωστόσο, η πορεία της σημαδεύτηκε από σκοτεινές αποφάσεις. Το 1975, μετά από δικαστική απόφαση για παραβίαση εκλογικού νόμου, κήρυξε κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης, που διήρκεσε 21 μήνες. Χιλιάδες αντίπαλοι φυλακίστηκαν, εφαρμόστηκαν νόμοι περιορισμού ελευθεριών, μαζικές στειρώσεις για έλεγχο γεννήσεων και κατεδαφίσεις φτωχικών κατοικιών στο Δελχί, με θύματα διαμαρτυρίες όπως στο Τουρκμάν Γκέιτ. Η λογοκρισία ήταν ασφυκτική: ταινίες όπως το Aandhi (1975) και το Kissa Kursi Ka (1977) απαγορεύτηκαν για σάτιρα της εποχής. Η ήττα του 1977 από το κόμμα Janata την έστειλε στην αντιπολίτευση, αλλά επέστρεψε θριαμβευτικά το 1980, μετά τον θάνατο του γιου της Σαντζάι σε αεροπορικό δυστύχημα. Γκρουμάροντας τον Ρατζίβ ως διάδοχο, συνέχισε μια πολιτική quasi-σοσιαλιστική, ενισχύοντας δεσμούς με τη Σοβιετική Ένωση εν μέσω εντάσεων με το Πακιστάν.

Η Φλόγα του Παντζάμπ: Operation Blue Star και η Σκιά της Εκδίκησης

Η κρίση στο Παντζάμπ, όπου οι Σιχ ζητούσαν ειδική κατάσταση για την περιοχή τους υπό την ηγεσία του εξτρεμιστή Τζαρνέιλ Σινγκ Μπιντρανγουάλε, κλιμακώθηκε το 1982. Οι Σιχ, μια πολεμική κοινότητα που είχε συμβάλει καθοριστικά στην ανεξαρτησία, ένιωθαν περιθωριοποιημένοι. Ο Μπιντρανγουάλε και οι οπαδοί του οχύρωσαν τον Χρυσό Ναό (Harmandir Sahib) στο Αμριτσάρ, το ιερότερο προσκύνημα του Σικισμού, μετατρέποντάς τον σε βάση εξεγερμένων.

Στις 1-8 Ιουνίου 1984, η Γκάντι διέταξε την Operation Blue Star: μια στρατιωτική επιχείρηση για την απομάκρυνση των εξτρεμιστών. Ο στρατός εισέβαλε στο συγκρότημα, προκαλώντας βαριά ζημιά στην Akal Takht και καταστρέφοντας τη Βιβλιοθήκη Αναφοράς των Σιχ. Οι επίσημες εκτιμήσεις μιλούν για 700 νεκρούς στρατιώτες και 80-200 αντάρτες, αλλά Σιχ πηγές εκτιμούν χιλιάδες αθώους προσκυνητές –άνδρες, γυναίκες και παιδιά– νεκρούς, συμπεριλαμβανομένων 5.000. Η επιχείρηση, που έγινε κατά τη διάρκεια της γιορτής του Martyrdom Day, θεωρήθηκε βεβήλωση.

Η αντίδραση ήταν άμεση: απειλές θανάτου κατά της Γκάντι πλημμύρισαν. Το Γραφείο Πληροφοριών πρότεινε τον Ιούλιο 1984 να απομακρυνθούν όλοι οι Σιχ φρουροί της, αλλά εκείνη αρνήθηκε, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν είμαστε κοσμικοί;». Επανέφερε ακόμη και τον Μπίαντ Σινγκ, τον προσωπικό της φρουρό επί δέκα χρόνια, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις. Αυτή η απόφαση εμπιστοσύνης έμελλε να γίνει μοιραία.

Η Μοιραία Βόλτα: Μια Επιχείρηση Εκδίκησης στις 9:20 π.μ.

Ήταν μια συνηθισμένη πρωινή 31ης Οκτωβρίου. Η Γκάντι, 66 ετών, ντυμένη με σάρι και χωρίς αλεξίσφαιρο γιλέκο –παρά τις απειλές–, έβγαινε από την κατοικία της στο 1 Safdarjung Road του Νέου Δελχί για να συναντήσει τον Βρετανό ηθοποιό Πίτερ Ούστινοφ. Κατευθυνόταν προς το γραφείο της στο 1 Akbar Road, διασχίζοντας τον κήπο της κατοικίας. Στις 9:20 π.μ., πέρασε από μια πύλη φυλασσόμενη από τον Μπίαντ Σινγκ (37 ετών) και τον Σατγουάντ Σινγκ (22 ετών), που είχε διοριστεί φρουρός της πριν πέντε μήνες.

Ο Μπίαντ, κρατώντας περίστροφο .38, πυροβόλησε τρεις φορές στο στομάχι της. Η Γκάντι έπεσε νεκρή και ο Σατγουάντ την πυροβόλησε με 30 σφαίρες. Οι δολοφόνοι πέταξαν τα όπλα τους. Ο Μπίαντ φώναξε: «Έκανα αυτό που έπρεπε. Κάντε ό,τι θέλετε εσείς».

Μέσα σε έξι λεπτά, αστυνομικοί πυροβόλησαν τον Μπίαντ νεκρό, ενώ ο Σατγουάντ και ένας συνεργός συνελήφθησαν τραυματισμένοι. Η Γκάντι μεταφέρθηκε στο All India Institute of Medical Sciences (AIIMS) στις 9:30 π.μ., κλινικά νεκρή. Οι γιατροί, υπό τον Τιράθ Ντας Ντόγκρα, συνέχισαν την προσπάθεια μέχρι να ορκιστεί ο Ρατζίβ ως πρωθυπουργός. Η επίσημη ανακοίνωση θανάτου έγινε στις 2:20 μ.μ., ενώ η παρουσιάστρια Σάλμα Σουλτάν ενημέρωσε το κοινό στο Doordarshan δέκα ώρες αργότερα. Υποψίες έπεσαν στον γραμματέα της Ρ.Κ. Ντάγουαν για παρέμβαση στην ασφάλεια.

Οι Φλόγες της Οργής: Οι Αντί-Σιχ Πογκρόμ και η Εθνική Τραγωδία

Η δολοφονία πυροδότησε άμεσα βία. Μέσα σε τέσσερις ημέρες, εθνικιστικά πλήθη, ενορχηστρωμένα από μέλη του Κογκρέσου, ξεκίνησαν πογκρόμ κατά των Σιχ. Στο Δελχί, 2.800 σκοτώθηκαν· συνολικά, επίσημα 3.350 νεκροί, αλλά ανεξάρτητες εκτιμήσεις φτάνουν 8.000-17.000. Καταστράφηκαν 40 ιστορικά γκουντγουάρα (σιχ ναοί), λεηλατήθηκαν σπίτια και κάηκαν ζωντανοί άνθρωποι. Ο Ρατζίβ Γκάντι, βιαστικά ορκισμένος, είπε: «Όταν ένας δέντρο φυτεύεται πολύ γρήγορα, μερικές κλαδιά σπάνε», δικαιολογώντας έμμεσα τη βία.

Η κηδεία στις 3 Νοεμβρίου στο Shakti Sthal, κοντά στο Ρατζ Γκχάτ, παρευρέθηκαν παγκόσμιοι ηγέτες. Η Ινδία κήρυξε εθνικό πένθος 12 ημερών, ενώ χώρες όπως η Τανζανία (7 ημέρες) και η Κούβα (4) ακολούθησαν. Ο Πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν εξέφρασε «σοκ και οδύνη», καλώντας σε ενότητα κατά της τρομοκρατίας.

Κληρονομιά Πόνου: Δικαιοσύνη, Μνήμη και Μαθήματα

Ο Σατγουάντ Σινγκ και ο Κεχάρ Σινγκ καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν το 1989. Η Επιτροπή Θάκκαρ πρότεινε έρευνα για συνωμοσία, εστιάζοντας στον Ντάγουαν. Η ταινία Kaum De Heere για τους δολοφόνους απαγορεύτηκε για πέντε χρόνια το 2014. Τα γεγονότα του 1984 άνοιξαν δεκαετή εξέγερση στο Παντζάμπ, βαθύνοντας ρήγματα Σιχ-Ινδουιστών.

Σήμερα, η δολοφονία της Γκάντι θυμίζει ότι η εξουσία, όταν αγνοεί τις φωνές των μειονοτήτων, γεννά τέρατα. Ήταν η κορύφωση μιας ηγεσίας που ενώσε και χώρισε, αλλά και μια υπενθύμιση: η εμπιστοσύνη, σαν τον κήπο του Safdarjung, μπορεί να ποτιστεί με αίμα. Η Ινδία, ύστερα από 40 χρόνια, ακόμη ψάχνει θεραπεία για εκείνες τις πληγές.

author avatar
Μαρία Παπαδάκη
Στη ζωή η σωστή, ανεξάρτητη και αληθινή ενημέρωση είναι το παν