Ρένα Βλαχοπούλου: Η θρυλική ηθοποιός μας μέσα από τα δικά της λόγια
Μια Εξαιρετική Καλλιτέχνιδα
Η Ρένα Βλαχοπούλου, μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής, γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα. Με την πληθωρική προσωπικότητά της και το ταλέντο της στον κόσμο της τζαζ και του θεάτρου, κέρδισε την αγάπη του κοινού ως κωμικός και σοουγούμαν. Η Ρένα δεν ήταν μόνο μια σπουδαία κωμικός, αλλά και μια γυναίκα που αγωνίζεται για τη δημιουργική ελευθερία.
Η Φωνή της και η Αγάπη για την Τέχνη
Αδιαφορώντας για το γαϊτανάκι της δημοσιότητας, η Ρένα επέλεξε να ταξιδεύει σε γλώσσες και μουσικές. Πολύγλωσση, μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και ιταλικά, και με αυτόν τον τρόπο διεύρυνε την απήχησή της στο κοινό. Ωστόσο, η καλλιτεχνική της φύση δεν περιοριζόταν μόνο στη μουσική, καθώς τα σκηνικά της performances διακρίνονταν από μια αυθεντικότητα που συναρπάσει τους θεατές.
Η Αφήγηση της Ρένας
Η Ρένα Βλαχοπούλου εξιστορούσε τις εμπειρίες της με μια σοφία και χιούμορ που την χαρακτηρίζει. Τα λόγια της από συνεντεύξεις μαρτυρούν μια γυναίκα που κατακτούσε κάθε τέχνη που επέλεγε να αγκαλιάσει. Σε κάθε εμφάνιση, είτε στο θέατρο είτε στη τηλεόραση, η Ρένα κατάφερε να αφήνει το αποτύπωμά της, υπενθυμίζοντας μας γιατί τη βρήκαμε τόσο αξιαγάπητη και αναντικατάστατη.
«Δυστυχώς, οι γονείς έφυγαν νωρίς από τη ζωή. Σκοτώθηκαν στον βομβαρδισμό της Κέρκυρας και δεν τους ευχαριστήθηκα όσο ήθελα. Τότε υπήρχε φτώχεια, δυστυχία. Έπρεπε να ζήσω και εγώ και τα αδέρφια μου. Έτσι, αποφάσισα να τρα-γουδήσω. Πρώτα σε κάποια μικρά κεντράκια της Κέρκυρας με διάφορα ελαφρά τραγουδάκια κι έπειτα άρχισα να λέω ευρωπαϊκά κομμάτια».
«Ήθελα ο κόσμος να με χειροκροτεί. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι κάποια μέρα οι θαυμαστές μου θα σήκωναν στα χέρια τους το αυτοκίνητο – στο οποίο επέβαινα στις τουρνέ μου». Το πρόσωπο της λάμπει από ευχαρίστηση. «Ήρθα λοιπόν στην Αθήνα από την Κέρκυρα κάπου το ’40 και η πρώτη μου δουλειά ήταν με τον Μίμη Τραΐφόρο στο βαριετέ της Οάσεως. Ο Μίμης, τότε εκτός από καλός συνθέτης, ήταν και καλός κονφερασιέ. Βγήκε λοιπόν ο Μίμης στη σκηνή του θεάτρου και απευθύνθηκε στο κοινό: “Απόψε, θα σας παρουσιάσω ένα μοναδικό ταλέντο. Μια θεο-κουκλάρα, μια μοναδική φωνή”. Εγώ λοιπόν έβλεπα που συνέχιζε να πλέκει το εγκώμιο μου και του φώναζα από τα καμαρίνια: “Σταμάτα, βρε και θα μας πάρουν με τις ντομάτες!”. Έτσι στάθηκα στη σκηνή και τραγούδησα τη “Χωριατοπούλα”.
Ο κόσμος με αποθέωσε. Είχα καλή φωνή. Το τραγούδι αυτό, κάπως παραλλαγμένο, το τραγούδησε και η Βέμπο και έγινε μεγάλη επιτυχία. Τότε στο πιάνο με συνόδευε ο Γιώργος Μυρογιάννης. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος από τη μεγάλη επιτυχία που είχαμε μπερδεύτηκε και άρχιζε να παίζει ένα άλλο τραγούδι. Τι να έλεγα εγώ; Άρχισα λοιπόν μέχρι να τελειώσει το τραγούδι που έπαιζε ο Μυρογιάννης να τραγουδώ τους στίχους της “Χωριατοπούλας”. Το κοινό το κατάλαβε και άρχισε να γελάει. Έτσι κατάλαβα ότι θα μπορούσα να γίνω και ηθοποιός.
Βέβαια για να γίνεις ηθοποιός εκείνα τα χρόνια, έπρεπε να σε συστήσει κάποιος και αν ήσουν καλός, θα προχωρούσες και παραπέρα. Σιγά σιγά λοιπόν άρχισαν να έρχονται και οι πρώτες προτάσεις να δουλέψω σε θιάσους, πάντα όμως ως τραγουδίστρια… Μετά την Όαση, με προσέλαβαν στον θίασο του Μόντρεαλ. Εκεί συνεργαστήκαμε για πρώτη φορά και με τα Καλουτάκια, τη Φωφώ Λουκά και άλλους που μεσουρανούσαν τότε. Στον θίασο ήταν και η Σοφία Βέμπο. Τραγουδούσαμε μαζί το “Γλυκά μου μάτια”. Μεγάλη επιτυχία. Χαλασμός στο ακροατήριο. Εκεί έμεινα 2, 3 σεζόν.
Σπουδαία συνεργασία με τη Σοφία. Κάποια στιγμή, λοιπόν, στο θέατρο ήρθε να με ακούσει και ο Γιάννης’ Σπάρτακος και ξεκινήσαμε να κάνουμε” παρέα. “Θες να πεις κανένα τραγουδάκι δικό μου;”, πρότεινε. Δέχτηκα αφού ήξερα πόσο με λάτρευε. Έτσι μου έγραψε το “Βρέχει”, το “Νάνι νάνι”, το “Μπουμπούκι”. Δεν προλάβαμε να πάμε σε θίασο και τα τραγούδια ήταν γνωστά σε όλη την Ελλάδα. Οι δισκογραφικές δεν προλάβαιναν να εκδίδουν δίσκους. Στα μέσα του ’40 εγώ, ο Σπάρτακος, ο Ιταλός Πιέρο Λοβάτι πάμε στο θέατρο Πάνθεον. Επιτυχία! Τότε είναι που μου έγραψε και το περίφημο “Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη”. Το τραγούδι με έκανε γνωστή σε όλη την Ελλάδα».
«Γιάννης Σπάρτακος. Μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Συνεργαστήκαμε πολλά χρόνια. Το ’46 γυρίσαμε όλο τον κόσμο. Τουρκία, Βηρυτό, Περσία, Τεχεράνη, Αμερική. Όπου πηγαίναμε γινόταν χαλασμός. Με το “Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη” ο Γιάννης έκανε τεράστια καριέρα. Ήταν το πρώτο ελληνικό τραγούδι που έγινε παγκοσμίως γνωστό. Και στην Αμερική είχαμε μεγάλη επιτυχία. Στο Κάρνεγκι Χόλ τραγουδούσαν μεγάλα ονόματα. Ο Μοσχονάς, ο Γούναρης, ήταν η Φωφώ και η Ελένη Λουκά, ο Πέτρος Κυριάκος. Κάποια μέ¬ρα λοιπόν που ήμασταν κι εμείς εκεί, δόθηκε μια παράσταση για τα παιδιά του απόδημου ελληνισμού. Μεγάλο σουξέ. Όλη η Αμερική μιλούσε για μας. Ανάμεσα στο πλήθος, ήταν και ένας Εβραίος ιμπρεσάριος. Στην Αμερική έμεινα 6 χρόνια. Τραγουδούσα τζαζ. Ήθελε λοιπόν αυτός ο ιμπρεσάριος να κάνω άλλη μια παγκόσμια τουρνέ. Είχα κουραστεί. Δεν μπορούσα να συνεχίσω. Ο Σπάρτακος ήθελε. Του είπα, να επιστρέψουμε για λίγο στην Ελλάδα και έπειτα να συνεχίσουμε. Όταν ήρθα όλοι με αποκαλούσαν “βασίλισσα της τζαζ”. Ήταν κάτι το καταπληκτικό».