«Δεν γίνεται η Ευρώπη να προμηθεύεται φυσικό αέριο έμμεσα μέσω Τουρκίας», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός στην ομιλία του κατά την 6η Υπουργική Συνάντηση της Διατλαντικής Συνεργασίας για την Ενέργεια (P-TEC) στο Ζάππειο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, απευθυνόμενος στο κοινό, εξέφρασε τη χαρά του που συμμετέχει σε μια τόσο σημαντική συνάντηση, την οποία χαρακτήρισε μεγάλη ευκαιρία για ακόμη βαθύτερη συζήτηση στον τομέα της ενέργειας.
Τόνισε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί σημαντικό εισαγωγέα ενέργειας και πως οι συμφωνίες που έχουν ήδη υπογραφεί αποδεικνύουν ότι η συνεργασία στηρίζεται σε γερές βάσεις. Όπως είπε, Ελλάδα και ΗΠΑ μοιράζονται κοινούς στρατηγικούς στόχους: την παροχή προσιτής ενέργειας σε πολίτες και επιχειρήσεις, την εξασφάλιση ενεργειακών πόρων και πρώτων υλών ανεξάρτητων από γεωπολιτικές αναταράξεις, καθώς και την προώθηση της καινοτομίας και της τεχνολογίας με ταυτόχρονη μείωση εκπομπών.
Αναφερόμενος στην εθνική στρατηγική, σημείωσε πως «τα τελευταία έξι χρόνια η χώρα μας ακολουθεί μια νέα ενεργειακή πορεία». Θύμισε ότι με την έναρξη της πρώτης του θητείας το 2019 ελήφθη η απόφαση απεξάρτησης από τον λιγνίτη, ο οποίος μέχρι τότε κάλυπτε το 60% της ηλεκτροπαραγωγής, όχι μόνο για περιβαλλοντικούς λόγους αλλά και λόγω υψηλού κόστους. Η επιλογή αυτή συνοδεύτηκε από σημαντικές επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αξιοποιώντας τις φυσικές δυνατότητες της χώρας.
Χάρη σε αυτές τις κινήσεις, οι ΑΠΕ πλέον καλύπτουν πάνω από το μισό της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Το 2024, για πρώτη φορά, η Ελλάδα μετατράπηκε σε εξαγωγική δύναμη στον ηλεκτρισμό, ενώ το 2023 κερδήθηκε σημαντικό οικονομικό όφελος από εξαγωγές, αντί για δαπάνες σε εισαγωγές.
Παράλληλα, υπογράμμισε τις επενδύσεις στο φυσικό αέριο, τόσο σε νέες μονάδες όσο και σε υποδομές που προσφέρουν ευελιξία όχι μόνο στη χώρα αλλά και στην ευρύτερη ευρωπαϊκή αγορά. Αναφέρθηκε επίσης στην αναβάθμιση του δικτύου και στην εξέλιξη ενός τεράστιου έργου ύψους 6 δισ. ευρώ για τη διασύνδεση των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα, επισημαίνοντας την περιβαλλοντική σημασία του, καθώς και στην ανάγκη αποθήκευσης ενέργειας.
«Στόχος μας είναι να βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων», συνέχισε, κάνοντας αναφορά στο υδρογόνο ως μελλοντικό ενεργειακό φορέα. Δε στάθηκε μόνο εκεί, αλλά μίλησε για ενίσχυση της έρευνας στον τομέα των υδρογονανθράκων, συγχαίροντας τον υπουργό Ενέργειας κ. Παπασταύρου. Τόνισε τη σημασία της συμφωνίας με τις ExxonMobil, Energean και Hellenic Energy για την πρώτη ερευνητική γεώτρηση μετά από τέσσερις δεκαετίες, επισημαίνοντας πως η Ευρώπη θα εξακολουθήσει να χρειάζεται φυσικό αέριο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Παρουσιάζοντας μια σειρά από έργα, αναφέρθηκε στον αγωγό με τη Βουλγαρία που κάλυψε κρίσιμες ανάγκες στη γειτονική χώρα, στη μονάδα FSRU στην Αλεξανδρούπολη, καθώς και στον νέο σταθμό συμπίεσης στην Κομοτηνή για ενίσχυση των εξαγωγών ενέργειας.
Όπως τόνισε, η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε βασικό παράγοντα ενεργειακής σταθερότητας και κόμβο μεταφοράς ενέργειας για τη νοτιοδυτική Ευρώπη. Πριν από έξι χρόνια, είπε, η χώρα είχε περιθωριακή παρουσία στον ενεργειακό χάρτη, ενώ το 2024 εξήγαγε 17 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου.
Συμπλήρωσε ότι οι επενδύσεις θα συνεχιστούν, κάτι που –όπως είπε– θεωρείται αυτονόητο, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν πλέον την Ελλάδα ως σημαντική πύλη εισαγωγής ενέργειας για την ευρωπαϊκή αγορά.
Αναφέρθηκε επίσης στην καθοριστική αλλαγή που συντελείται στη νοτιοανατολική Ευρώπη, η οποία αποτελούσε το τελευταίο τμήμα της ηπείρου εξαρτημένο από ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου. Αυτή η μεταβολή επιτρέπει τον επανασχεδιασμό του ενεργειακού χάρτη της περιοχής.
Θέλοντας να στείλει μήνυμα στους Ευρωπαίους εταίρους, υπογράμμισε πως «δεν επιτρέπεται το φυσικό αέριο να εισέρχεται στην ευρωπαϊκή αγορά μέσω παρακαμπτηρίων διαδρομών, δηλαδή από την Τουρκία».
Κάλεσε τους εταίρους να στηρίξουν τον κάθετο διάδρομο που θα ξεκινά από την Ελλάδα και θα καταλήγει σε Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Σλοβενία και Ουκρανία.
Κλείνοντας, υπογράμμισε ότι «η Ελλάδα αποτελεί πύλη εισόδου για το φυσικό αέριο που θα αντικαταστήσει τις ρωσικές εισαγωγές», επιβεβαιώνοντας τον ρόλο της χώρας ως σταθερού παράγοντα στην ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια.
