ΥΓΕΙΑ

Λάρισα: Γιατρός προσβλήθηκε από αιμορραγικό πυρετό Κριμαίας-Κονγκό μετά από επαφή με τον 70χρονο που κατέληξε 

Συναγερμός έχει σημάνει στον ΕΟΔΥ καθώς γιατρός του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας διαγνώστηκε θετική στον αιμορραγικό πυρετό Κριμαίας-Κονγκό, μετά από έκθεσή της στον 70χρονο ασθενή που είχε προηγουμένως χάσει τη ζωή του από τη νόσο. Η γιατρός νοσηλεύεται υπό ελεγχόμενη κατάσταση και έχει ξεκινήσει ειδική θεραπευτική αγωγή, την οποία η Ελλάδα διαθέτει σε περιορισμένο απόθεμα για τέτοιες περιπτώσεις. Τα επόμενα δύο 24ωρα θεωρούνται κρίσιμα για την πορεία της υγείας της.

Ο θάνατος του 70χρονου άνδρα αποτελεί τον πρώτο επιβεβαιωμένο θάνατο από αιμορραγικό πυρετό Κριμαίας-Κονγκό στην Ελλάδα από το 2008. Οι υγειονομικές αρχές έχουν ήδη θέσει υπό επιτήρηση 25 άτομα που είχαν έρθει σε επαφή με τον ασθενή στο νοσοκομείο, κυρίως ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, τα οποία παρακολουθούνται κατ’ οίκον με καθημερινή θερμομέτρηση για 14 ημέρες.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΟΔΥ, καθηγητή Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Χρήστο Χατζηχριστοδούλου, η περίπτωση ενεργοποίησε άμεσα τον μηχανισμό αντιμετώπισης λοιμωδών νόσων. Ο άνδρας φέρεται να μολύνθηκε από μολυσμένο τσιμπούρι στη φάρμα του. Ο ιός μεταδίδεται από κρότωνες σε ζώα και κατόπιν σε ανθρώπους, χωρίς να προκαλεί ασθένεια στα ζώα. Η θνητότητα της νόσου στους νοσηλευόμενους ασθενείς φτάνει το 30%.

Ο 70χρονος απεβίωσε λόγω διάχυτης ενδαγγειακής πήξης, χαρακτηριστικής επιπλοκής της νόσου που προκαλεί εκτεταμένες εσωτερικές αιμορραγίες. Η μόλυνση της γιατρού που είχε έρθει σε στενή επαφή μαζί του αποτέλεσε καμπανάκι κινδύνου. Ήταν μία από τις τρεις επαφές υψηλού κινδύνου που είχαν καταγραφεί εξαρχής και μόλις επιβεβαιώθηκε η λοίμωξή της την Παρασκευή, της χορηγήθηκε άμεσα ειδική φαρμακευτική αγωγή.

Οι αρχές προχώρησαν άμεσα σε επιδημιολογική ιχνηλάτηση των επαφών στο νοσοκομείο και σε λήψη δειγμάτων από τη φάρμα του ασθενούς, περιλαμβανομένων των ζώων και του περιβάλλοντος. Συλλέχθηκαν 15 τσιμπούρια από την κτηνοτροφική μονάδα, τα οποία εξετάζονται για παρουσία του ιού.

Ο ΕΟΔΥ ενεργοποίησε το ευρωπαϊκό πρόγραμμα επιτήρησης της νόσου σε συνεργασία με τον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ και το Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς. Παράλληλα, συνεχίζεται η επιτήρηση αγροτικών περιοχών με αυξημένο κίνδυνο. Οι μοριακές αναλύσεις στα δείγματα από τα ζώα και τα τσιμπούρια βρίσκονται σε εξέλιξη.

Το στέλεχος του ιού που απομονώθηκε στον 70χρονο είναι ταυτόσημο με αυτά που έχουν καταγραφεί σε περιοχές της Βόρειας Μακεδονίας, γεγονός που ενισχύει την πιθανότητα γεωγραφικής εξάπλωσης σε παραμεθόριες αγροτικές περιοχές με παρόμοιες κλιματικές συνθήκες.

Η μετάδοση του ιού μεταξύ ανθρώπων είναι δυνατή μόνο με επαφή με σωματικά υγρά, όπως αίμα, σάλιο ή ούρα, και όχι αερογενώς. Η μετάδοση αυξάνεται σημαντικά όταν ξεκινούν οι αιμορραγίες.

Η νόσος χαρακτηρίζεται από σοβαρές αιμορραγικές εκδηλώσεις, με πιθανότητα αιμορραγίας ακόμη και από τα μάτια. Παρότι η θνητότητα είναι υψηλή σε βαριές περιπτώσεις, το 80% των λοιμώξεων στην κοινότητα είναι ασυμπτωματικές ή παρουσιάζουν ήπια συμπτώματα. Τα πρώτα σημεία της λοίμωξης εμφανίζονται από 1 έως 14 ημέρες μετά την έκθεση και περιλαμβάνουν αιφνίδια εμφάνιση πυρετού, ρίγος, μυϊκούς πόνους, πονοκέφαλο, κόπωση, γαστρεντερικά συμπτώματα και, σε σοβαρές περιπτώσεις, αιμορραγίες και πολυοργανική ανεπάρκεια.

Πρόκειται για το πρώτο επιβεβαιωμένο περιστατικό μετά από 16 χρόνια, καθώς ο τελευταίος θάνατος από τη νόσο στην Ελλάδα καταγράφηκε το 2008. Αν και παραμένει σπάνια, η νόσος θεωρείται ενδημική σε ορισμένες περιοχές της νότιας Ευρώπης και των Βαλκανίων. Σύμφωνα με στοιχεία, στη Βόρεια Μακεδονία καταγράφονται 1-2 κρούσματα ετησίως και στην Ισπανία 1 έως 4.

Ο ΕΟΔΥ καλεί τους πολίτες που κατοικούν ή εργάζονται σε αγροτικές περιοχές να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα: να φορούν προστατευτικά ρούχα, να επιθεωρούν τα σώματά τους και τα ζώα για τσιμπούρια και να αποφεύγουν την επαφή με υγρά από άρρωστα ζώα ή ανθρώπους. Σε περίπτωση εμφάνισης ύποπτων συμπτωμάτων, πρέπει να αναζητηθεί άμεσα ιατρική βοήθεια.

Τονίζεται πως τα ζώα συντροφιάς, ειδικά σε αστικές περιοχές, δεν διατρέχουν σημαντικό κίνδυνο. Η προσοχή επικεντρώνεται κυρίως σε άτομα που εργάζονται σε γεωργικές και κτηνοτροφικές μονάδες.