Θεόφιλος: Ο σπουδαίος λαϊκός ζωγράφος που αναγνωρίστηκε μετά θάνατον – Από τη χλεύη στις αίθουσες του Λούβρου
Η Ζωή του Θεόφιλου
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, γνωστός απλώς ως Θεόφιλος, γεννήθηκε το 1867 στη Βαρεία της Μυτιλήνης. Ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας του. Από μικρός, η καλλιτεχνική του ψυχή ήταν φανερή, όπως και η λαϊκότητα που τον χαρακτήριζε. Παρά την καλλιτεχνική του κλίση, πολλές φορές αντιμετώπιζε χλευασμούς από τους συμπολίτες του.
Ο Θεόφιλος πέθανε στη Μυτιλήνη στις 24 Μαρτίου του 1934, παραμονή της επετείου των 113 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, από την οποία τόσο εμπνεύστηκε και έζησε σχεδόν υιοθετώντας την, αφού είχε διαγράψει ένα ξεχωριστό, ένα μοναδικό κύκλο ζωής, προσωπικής και εικαστικής.
Η Δημιουργική του Διαδρομή
Η παιδική του ηλικία ήταν δύσκολη, ως αριστερόχειρας καταπιεζόταν στο σχολείο και στο σπίτι προκειμένου να γίνει δεξιόχειρας με αποτέλεσμα να αποτραβηχτεί στον εαυτό του και να ασχοληθεί με τη ζωγραφική.
Σε νεαρή ηλικία πηγαίνει στη Σμύρνη όπου βρίσκει εργασία και χρόνο για τη ζωγραφική του, μελετάει την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, τη νεότερη ιστορία και εμπνέεται για τα θέματα των έργων του και σύντομα αποφασίζει να γίνει ζωγράφος.
Το 1897 πηγαίνει στον Βόλο όπου η συνθήκες ζωής για τον ίδιο είναι άθλιες, επιβιώνει ζωγραφίζοντας σε τοίχους καταστημάτων, πανδοχείων και καφενείων με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαγητό και λιγοστά χρήματα. Κυκλοφορούσε ντυμένος με φουστανέλα και έφτιαχνε φορεσιές για τον ίδιο και για μικρά παιδιά με τα οποία παρελαύνε στις εθνικές γιορτές και τις Απόκριες, ενώ συχνά οι ντόπιοι τον χλεύαζαν γιατί τον θεωρούσαν περίεργο.
Το 1912 ο Γιάννης Κοντός, εύπορος γαιοκτήμονας του Βόλου, του ανάθεσε να διακοσμήσει με τοιχογραφίες το αρχοντικό του στην Ανακασιά του Πηλίου, το οποίο είναι σήμερα το Μουσείο του Θεόφιλου στο Βόλο και ο Θεόφιλος ζωγράφισε σκηνές από την αρχαία Ελλάδα, την μυθολογία των Ελλήνων, την Επανάσταση του ’21, εξωτικά ζώα και πτηνά, αλλά και τοπία. Το 1927 επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου συνέχισε να ζει φτωχικά υπομένοντας και εκεί πειράγματα και συχνά χλευασμό.
Το 1929 συνάντησε στη Μυτιλήνη το Θεόφιλο ο διαπρεπής Λέσβιος τεχνοκρίτης και εκδότης καλλιτεχνικών βιβλίων και περιοδικών Στρατής ΕλευΘεριάδης-Teriade, ο οποίος ανέπτυσσε τη δράση του στο Παρίσι, όντας φίλος μεγάλων καλλιτεχνών, όπως ο Ματίς, ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Τζακομέτι και άλλοι. Του ζήτησε να φιλοτεχνήσει ζωγραφιές, προσφέροντάς του τα υλικά, πανί κάμποτ και χρώματα. Επίσης θέλησε να διοργανώσει μια έκθεση με έργα του στο Παρίσι, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά το 1936. Ο ίδιος χρηματοδότησε και το Μουσείο Θεόφιλου, που εγκαινιάστηκε στη γενέτειρα του ζωγράφου το 1965.
Η Κληρονομιά του Θεόφιλου
Ο Θεόφιλος ήταν λαϊκός ζωγράφος και αγιογράφος, και οι περίφημες ζωγραφιές του, παρά την αρχική τους περιφρόνηση, αποτύπωναν την πλούσια πολιτιστική μας κληρονομιά. Κυκλοφορούσε συχνά στους δρόμους ντυμένος με παραδοσιακές φουστανέλες, γεγονός που προκαλούσε περιπαικτικά σχόλια. Παρά ταύτα, εκείνος συνεχώς ζωγράφιζε, αντλώντας έμπνευση από την καθημερινότητα και το ταξίδι του στην αιωνιότητα.
Ο Θεόφιλος όπως και ο Μακρυγιάννης ήταν αμόρφωτοι λαϊκοί άνθρωποι, των οποίων η αμάθεια αποβαίνει καθοριστική για να αποδώσουν ένα συλλογικό αίσθημα. «Θυμούμαι πάντα το Θεόφιλο όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη, γράφει ο Σεφέρης. Σας έλεγα πως ο Μακρυγιάννης είναι από τις πιο μορφωμένες ψυχές του νέου ελληνισμού ∙ το ίδιο πιστεύω και για το Θεόφιλο, αν η λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματική μορφή. Έτσι, λοιπόν, καθίσταται σαφές πως ο Θεόφιλος ήταν κοινωνός μιας γνήσιας λαϊκής παράδοσης, η οποία εμπεριείχε δυτικά ερεθίσματα, τα οποία αναπροσάρμοζε στις δικές της ανάγκες».
Επίσης, Ο Ελύτης, ο νομπελίστας ποιητής, έχει γράψει μια μονογραφία για τον ζωγράφο Θεόφιλο. Στην μονογραφία αυτή γράφει: «Πουθενά, σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο Ήλιος και η Σελήνη δε συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δε μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους όσο επάνω σ‘ αυτό το κομμάτι γης που κάποτε, ποιος ξέρει σε τι καιρούς απίθανους, ποιος Θεός, για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά, ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους…»
Στις 24 Μαρτίου 1934, ο Θεόφιλος απεβίωσε, αλλά η κληρονομιά του ζει. Η μεγάλη έκθεση των έργων του που εγκαινιάστηκε το 1961 στο Μουσείο του Λούβρου απέδειξε ότι η τέχνη του είχε πλέον αναγνωριστεί. Ο «μισότρελος φουστανελάς» δεν ήταν πια αντικείμενο χλευασμού, αλλά ένας καλλιτέχνης με βαθιά επιρροή. Σήμερα, αναγνωρίζουμε τον Θεόφιλο όχι μόνο ως ως έναν εμβληματικό εκπρόσωπο της ελληνικής κουλτούρας.