Η Ιστορία και η Σημασία της Εικόνας ‘Άξιον Εστί’
Η Ιστορία της Εικόνας
Η φράση ‘άξιον εστί’ αναφέρεται στο μεγαλυνάριο της θεοτόκου, το οποίο ψάλλεται μετά την Θ΄ ωδή των κανόνων και στη θεία λειτουργία αμέσως μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων. Πρόκειται για έναν ύμνο μεγάλης σημασίας για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Εικόνα της Παναγίας ‘Άξιον Εστί’
Ως ‘άξιον εστί’ αναφέρεται και η εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται σήμερα στο ιερό σύνθρονο του ναού του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Η συγκεκριμένη εικόνα φιλοξενείται στο ιερό σύνθρονο του ναού και θεωρείται η σημαντικότερη εικόνα που βρίσκεται στο περιβόλι της Παναγιάς.
Η Σημασία και Ονομασία της Εικόνας
Η εικόνα θεωρείται ‘εφέστιος’ και ‘προστάτις’ των 20 αγιορείτικων μονών. Αντίγραφο της εικόνας υπάρχει σε κάθε μονή του Αγίου Όρους. Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα ονομάστηκε έτσι γιατί μπροστά της ο αρχάγγελος Γαβριήλ έψαλε τον σχετικό ύμνο. Η εικόνα αυτή έχει μεγάλη θρησκευτική και ιστορική αξία, καθώς ενσαρκώνει την προστασία και την ευλογία της Παναγίας προς τους μοναχούς και τους προσκυνητές του Αγίου Όρους.
Σε κοντινή απόσταση από τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, ζούσε ένας ενάρετος Ιερομόναχος με το νέο μαθητή του. Ένα Σάββατο βράδυ της 11ης Ιουνίου του 982 μ.Χ., ο Γέροντας ξεκίνησε να πάει στην αγρυπνία στο Ναό του Πρωτάτου. Ο μαθητής του που έμεινε μόνος του το βράδυ, δέχτηκε την επίσκεψη ενός αγνώστου μοναχού, ο οποίος του ζήτησε να παραμείνει την νύχτα στο κελλί. Νωρίς τα χαράματα ως μοναχοί, σηκώθηκαν για να ψάλλουν την ακολουθία του Όρθρου στην μικρή εκκλησία του Κελλιού. Φθάνοντας όμως στην θ΄ ωδή, ενώ ο μαθητής επρόκειτο να ψάλλει «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ» ( τον αρχαίο ύμνο του Αγίου Κοσμά του Μελωδού) μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ο ξένος παρενέβαλε πριν από αυτό τα εξής:
« Άξιόν Εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον,
την αειμακάριστον και παναμώμητον,
και Μητέρα του Θεού ημών.»
Ύστερα επισύναψε και την «Τιμιωτέρα» έως τέλους…
Ακούγοντας για πρώτη φορά τα λόγια αυτά ο μαθητής ένιωσε δέος και ζήτησε από τον φιλοξενούμενο να του γράψει τον ύμνο. Καθώς όμως δεν υπήρχε χαρτί, ο μοναχός χάραξε με το δάχτυλο του τα ιερά αυτά λόγια βαθιά και άκοπα σε μια πέτρινη πλάκα, προσθέτοντας : ”Στο εξής, έτσι να ψάλλουν όλοι οι Χριστιανοί τον ύμνο της Θεοτόκου.» Λέγοντας αυτά έγινε άφαντος, ενώ σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα του Χριστού πάνω στο τέμπλο της εκκλησίας μεταφέρθηκε αστραπιαία στα αριστερά, και η εικόνα της Θεομήτορος στα δεξιά. Η αυτή διάταξη διατηρείται έως τις ημέρες μας, στο ξυλόγλυπτο τέμπλο του κελλιού.
Επιστρέφοντας ο Γέροντας άκουσε την διήγηση και είδε την χαραγμένη πλάκα. Αμέσως μαζί με τον μαθητή του έσπευσε να ανακοινώσει το θαύμα στον Πρώτο του Αγίου Όρους και στους άλλους Γέροντες. Αυτοί έστειλαν την αγγελοχάρακτη πλάκα στον Πατριάρχη και στον αυτοκράτορα της εποχής, έτσι ώστε ο ύμνος να διαδοθεί σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο.
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο άγνωστος εκείνος μοναχός δεν ήταν άλλος από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος πάντοτε ήταν «…ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου, και τροφεύς, και διακονητής, και χαροποιός αυτής Ευαγγελιστής…»[1]. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, μετά από λίγες ημέρες η εικόνα μεταφέρθηκε στον Πρωτάτο όπου και τέθηκε στο Ιερό Σύνθρονο του ναού ως Παντάνασσα και στήριγμα πνευματικό, Ηγουμένη και Προστάτις όλου του Αγίου Όρους, το δε κελλί που δέχθηκε την Αρχαγγελική επίσκεψη φέρει από τότε το όνομα «Άξιον εστί»[2] , ενώ ολόκληρη η τοποθεσία είναι γνωστή ως «Άδειν», από το αρχαίο ρήμα άδω, που σημαίνει τραγουδώ, ψάλλω.
Ο υποτακτικός εκείνος που δέχτηκε την επίσκεψη του Αρχαγγέλου, τιμάται σήμερα ως Όσιος από την τοπική αγιορείτικη παράδοση. Μάλιστα λέγεται πως το όνομα του ήταν Γαβριήλ για αυτό και αναφέρεται ως «ο Όσιος Γαβριήλ ο ξενίσας τον Άγγελον», δηλαδή αυτός που «φιλοξένησε τον Άγγελο».