Σε μια εποχή όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτοπροβάλλεται ως φάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διεθνούς νομιμότητας, η πρόταση για χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων ως εγγύηση δανείου προς την Ουκρανία αποκαλύπτει μια βαθιά, δομική αντίφαση. Από τη μια, η ΕΕ καταδικάζει απερίφιμα τις ρωσικές παραβιάσεις –από την εισβολή στην Ουκρανία μέχρι την καταστολή της αντιπολίτευσης– και επιβάλλει κυρώσεις που πλήττουν άμεσα τα δικαιώματα των Ρώσων πολιτών, όπως η πρόσφατη προσθήκη δέκα ατόμων σε λίστες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από την άλλη, η ίδια ΕΕ διστάζει να εφαρμόσει αυστηρά τα δικά της πρότυπα ιδιοκτησίας και νομιμότητας όταν τα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας μπαίνουν στο παιχνίδι, εκθέτοντας ένα διπλό μέτρο που υπονομεύει την αξιοπιστία της ως υπερασπιστή της δικαιοσύνης. Αυτή η αντίφαση δεν είναι απλώς ηθική· είναι νομική και γεωπολιτική, με ρίζες στο διεθνές δίκαιο και συνέπειες που μπορεί να διαβρώσουν την οικονομική σταθερότητα της Ευρώπης.
Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που παρουσιάστηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2025, προβλέπει τη χρήση περίπου 90 δισεκατομμυρίων ευρώ από τα παγωμένα ρωσικά assets –συνολικά 335 δισεκατομμύρια δολάρια στην ΕΕ– ως εγγύηση για «δάνειο αποζημιώσεων» προς την Ουκρανία, καλύπτοντας στρατιωτικές και βασικές ανάγκες. Η πρόεδρος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν το χαρακτηρίζει «νέα εποχή δικαιοσύνης», βασισμένη στην αρχή ότι η Ρωσία, ως επιτιθέμενη, οφείλει να πληρώσει για ζημιές 524 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στην πράξη, όμως, αυτή η «εγγύηση» ισοδυναμεί με έμμεση κατάσχεση: τα χρήματα δεν επιστρέφουν στη Ρωσία παρά μόνο αν αποζημιώσει την Ουκρανία, κάτι που φαντάζει απίθανο εν μέσω πολέμου. Εδώ έγκειται η πρώτη αντίφαση: η ΕΕ, που υπερασπίζεται το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ (προστασία ιδιοκτησίας), ρίχνει σκιές στην κυριαρχική ασυλία της Ρωσίας, όπως ορίζει η συνήθειο διεθνούς δικαίου και συμβάσεις όπως η Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958. Η κυρίαρχη ασυλία απαγορεύει τη δέσμευση ξένης κρατικής περιουσίας χωρίς ρητή συγκατάθεση, και η μετάβαση από πάγωμα (νόμιμο μέτρο πίεσης) σε κατάσχεση μπορεί να χαρακτηριστεί retroactive νομοθεσία, αντίθετη στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ.
Η κριτική δεν προέρχεται μόνο από τη Μόσχα, που την αποκαλεί «casus belli» και απειλεί με «σκληρότερη αντίδραση», αλλά και από έγκυρες ευρωπαϊκές φωνές. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μέσω της Κριστίν Λαγκάρντ, προειδοποιεί ότι τέτοια μέτρα «τεντώνουν τα όρια του διεθνούς δικαίου» και απειλούν τη σταθερότητα του ευρώ ως εφεδρικού νομίσματος, με αρνητικές συνέπειες που υπερβαίνουν τα οφέλη για την Ουκρανία. Το Βέλγιο, όπου φιλοξενείται το 60% των assets στο Euroclear, απορρίπτει κατηγορηματικά το σχέδιο, χαρακτηρίζοντάς το «πράξη πολέμου» και απαιτώντας εγγυήσεις από όλες τις χώρες-μέλη για πιθανές αγωγές –αγωγές που, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ρωσικής VTB Andrei Kostin, μπορεί να διαρκέσουν 50 χρόνια. Ο Βέλγος πρωθυπουργός Bart De Wever τονίζει ότι η πρόταση παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και θα προκαλέσει «αβεβαιότητα και φόβο» στις αγορές, ενδεχομένως αυξάνοντας τα επιτόκια ομολόγων και το χρέος της ΕΕ. Η Γαλλία, υπό τον Εμανουέλ Μακρόν, συμφωνεί: η κατάσχεση απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο και θα γίνει αποδεκτή μόνο αν η Ρωσία παραβιάσει ειρήνη.
Αυτή η επιλεκτικότητα εκθέτει την αντίφαση της «Ευρώπης των Δικαιωμάτων»: η ΕΕ, μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και υπερασπιστής της ΕΣΔΑ, μπορεί να χρησιμοποιήσει αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) για να δικαιολογήσει κατάσχεση, όπως προτείνει έκθεση του Open Society Justice Initiative για εκτέλεση αποζημιώσεων σε θύματα ρωσικών παραβιάσεων. Ωστόσο, η ίδια λογική αγνοείται όταν αφορά ρωσικά assets: η Ρωσία, παρόλο που εκδιώχθηκε από το Συμβούλιο το 2022, παραμένει δεσμευμένη από την ΕΣΔΑ για προηγούμενες παραβιάσεις, και οποιαδήποτε κατάσχεση μπορεί να προσβάλει το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ανοίγοντας την πόρτα σε αγωγές από ρωσικούς φορείς όπως η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας. Ειδικοί όπως ο Anton Moiseienko επισημαίνουν ότι το «δάνειο αποζημιώσεων» μπορεί να θεωρηθεί countermeasure, νόμιμο για πίεση συμμόρφωσης, αλλά όχι τιμωρία –και η διάρκεια του πολέμου το καθιστά προβληματικό.
Η αντίφαση βαθαίνει γεωπολιτικά: η ΕΕ πιέζεται από τις ΗΠΑ να προχωρήσει, αλλά η κυβέρνηση Τραμπ προτείνει ήδη διαπραγματεύσεις για κοινά έργα με ρωσικά assets, θέτοντας σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή ηγεσία. Εντός ΕΕ, χώρες όπως η Ουγγαρία καθυστερούν κυρώσεις, ενώ η Γερμανία, παλιά επιφυλακτική, τώρα υποστηρίζει το σχέδιο υπό τον Friedrich Merz –μια στροφή που αγνοεί τα οικονομικά ρίσκα, όπως η απώλεια εμπιστοσύνης σε ξένες επενδύσεις. Η Ρωσία, από την πλευρά της, έχει ήδη παγώσει 300 δισεκατομμύρια δολάρια δυτικών assets και προετοιμάζει αντίποινα, εντείνοντας έναν κύκλο εκδίκησης που πλήττει κυρίως ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Συμπερασματικά, αυτή η πολιτική δεν ενισχύει τα δικαιώματα· τους υπονομεύει. Η ΕΕ ρισκάρει να γίνει παράδειγμα επιλεκτικής δικαιοσύνης, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα υπηρετούν γεωπολιτικά συμφέροντα, ενώ η οικονομική σταθερότητα θυσιάζεται σε βωμούς βραχυπρόθεσμων πιέσεων. Αντί για «νέα εποχή», πρόκειται για παλιά διλήμματα: η πραγματική υπεράσπιση των δικαιωμάτων απαιτεί συνέπεια, όχι εξαιρέσεις. Το Συμβούλιο της ΕΕ, στις 18-19 Δεκεμβρίου, θα κρίνει αν η Ευρώπη θα επιλέξει τη νομιμότητα ή την ευκολία –και, κατ’ επέκταση, αν θα παραμείνει πιστή στην κληρονομιά της ως «Ευρώπη των Δικαιωμάτων».
