
Ηρωισμός, ποίηση, πατριωτισμός: Η συγκλονιστική ιστορία του Λορέντζου Μαβίλη
Λορέντζος Μαβίλης: Ο ποιητής που έγραψε με το αίμα του το τελευταίο του σονέτο
Ο Λορέντζος Μαβίλης δεν ήταν απλώς ένας ποιητής. Ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι η ποίηση και ο ηρωισμός μπορούν να συναντηθούν στο ίδιο πρόσωπο. Μια πολύπλευρη προσωπικότητα, με ρίζες στην Ισπανία και την Κέρκυρα, που άφησε πίσω της ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο και μια ακόμα πιο σπουδαία πράξη θυσίας.
Η πορεία ενός ευγενούς πνεύματος
Γεννημένος στην Ιθάκη το 1860, ο Λορέντζος Μαβίλης καταγόταν από μια οικογένεια με διεθνή χαρακτήρα. Ο πατέρας του, Παύλος, ήταν δικαστικός ισπανικής καταγωγής, ενώ η μητέρα του προερχόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη. Μεγαλώνοντας στην Κέρκυρα, δέχτηκε την επίδραση του Ιακώβου Πολυλά, φίλου και μαθητή του Διονυσίου Σολωμού, που τον μύησε στην επτανησιακή ποιητική παράδοση.
Οι σπουδές του τον οδήγησαν μακριά από την Ελλάδα, για 14 χρόνια στη Γερμανία. Εκεί, στο Πανεπιστήμιο του Erlangen, απέκτησε διδακτορικό στη φιλοσοφία και ήρθε σε επαφή με σπουδαίους στοχαστές και λογοτέχνες όπως ο Καντ και ο Φίχτε. Ο Μαβίλης μιλούσε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων τα γερμανικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά και τα σανσκριτικά, γεγονός που του επέτρεψε να μεταφράσει κείμενα-ορόσημα όπως το ινδικό έπος «Μαχαμπχαράτα».
Ο αγώνας για τη γλώσσα και την πατρίδα
Η δράση του Μαβίλη δεν περιορίστηκε στον πνευματικό κόσμο. Ήταν ένας φλογερός πατριώτης που πίστευε στην έμπρακτη προσφορά. Πήρε μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1896, όπου τραυματίστηκε. Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, συγκρότησε και χρηματοδότησε με δικά του χρήματα ένα εθελοντικό σώμα από 70 Κερκυραίους.
Πέρα από τις μάχες, ο Μαβίλης αγωνίστηκε και για μια άλλη μάχη, αυτή της γλώσσας. Ως βουλευτής Κέρκυρας το 1910 με το κόμμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, υπερασπίστηκε με θέρμη τη δημοτική γλώσσα στη Βουλή. Η φράση του «χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι» έχει μείνει στην ιστορία ως ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα υπέρ της δημοτικής. Η ακεραιότητά του ήταν τόσο μεγάλη που στις επόμενες εκλογές δεν επανεξελέγη, καθώς αρνήθηκε να ενδώσει στο ρουσφέτι και την πελατειακή πολιτική.
Ένας ποιητής στο πεδίο της μάχης
Ο Μαβίλης ήταν ένας ιδιαίτερα καλαίσθητος ποιητής, γνωστός κυρίως για τα σονέτα του, τα οποία δεν δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, αλλά εκδόθηκαν μεταθανάτια το 1915 από τον φίλο του Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Ένα άλλο άγνωστο ταλέντο του ήταν το σκάκι, καθώς ήταν ο πρώτος Έλληνας συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων με διεθνή φήμη, συμμετέχοντας ακόμα και σε διεθνή τουρνουά.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, ο 52χρονος Μαβίλης δεν δίστασε ούτε στιγμή. Παρότι μπορούσε να προσφέρει από μια πιο ασφαλή θέση, κατατάχθηκε ως απλός στρατιώτης στο σώμα των Γαριβαλδινών. Του δόθηκε τιμητικά το αξίωμα του λοχαγού, όμως εκείνος μοιράστηκε όλες τις κακουχίες του πολέμου με τους άνδρες του.
Η μοίρα τον περίμενε στις 28 Νοεμβρίου 1912, στη μάχη του Δρίσκου της Ηπείρου, λίγο έξω από τα Γιάννενα. Κατά τη διάρκεια μιας σφοδρής τουρκικής αντεπίθεσης, μια σφαίρα τον βρήκε στο πρόσωπο, σπάζοντάς του τα δόντια. Ενώ μεταφερόταν αιμόφυρτος σε πρόχειρο νοσοκομείο, μια δεύτερη σφαίρα τον χτύπησε ξανά στο στόμα, κόβοντας κυριολεκτικά την ανάσα και τη φωνή του ποιητή.
Σύμφωνα με τον συναγωνιστή του, Νικόλαο Καρβούνη, οι τελευταίες του λέξεις ήταν: «Περίμενα τιμές απ’ αυτόν τον πόλεμο, όχι όμως την τιμή να θυσιαστώ για την Ελλάδα!». Μια φράση που συμπυκνώνει όλη τη φιλοσοφία και τον πατριωτισμό του. Ο Λορέντζος Μαβίλης έγραψε με το αίμα του το πιο σπουδαίο ποίημα της ζωής του: τον ίδιο τον ηρωικό του θάνατο.