Σε μια δραματική κλιμάκωση της ρητορικής του, ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν χαρακτήρισε σήμερα τις συζητήσεις για την προμήθεια αμερικανικών πυραύλων Tomahawk μακρού βεληνεκούς στην Ουκρανία ως «πρόθεση κλιμάκωσης» που μπορεί να οδηγήσει σε «πολύ ισχυρή, αν όχι συντριπτική» απάντηση από τη Μόσχα. Οι δηλώσεις του, που έγιναν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου μετά την ολοκλήρωση της ολομέλειας του 17ου Συνεδρίου της Ρωσικής Γεωγραφικής Εταιρείας στη Μόσχα, έρχονται την επομένη ημέρα που ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε να απορρίπτει την ιδέα, χαρακτηρίζοντάς τους «πολύπλοκους» για χειρισμό από Ουκρανούς στρατιώτες χωρίς εκτεταμένη εκπαίδευση από τις ΗΠΑ.
Ο Πούτιν, ο οποίος έχει επανειλημμένα εκφράσει ανησυχίες για τέτοιες προμήθειες, προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε χρήση Tomahawk εναντίον ρωσικού εδάφους θα σήμαινε «καταστροφή» των αμερικανορωσικών σχέσεων και θα άνοιγε «πλήρως νέο, ποιοτικά διαφορετικό στάδιο κλιμάκωσης». «Αυτό είναι απόπειρα κλιμάκωσης, αλλά αν όλες οι επιθέσεις στο ρωσικό έδαφος γίνουν με τέτοια όπλα, η απάντηση θα είναι πολύ ισχυρή, αν όχι συντριπτική», δήλωσε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας ότι η Ρωσία θα προσαρμόσει τα συστήματα αεράμυνάς της για να εξουδετερώσει τέτοιες απειλές. Οι Tomahawk, με βεληνεκές έως 2.500 χιλιόμετρα, θα επέτρεπαν στην Ουκρανία να πλήξει στόχους βαθιά στο ρωσικό έδαφος, συμπεριλαμβανομένης της ευρωπαϊκής Ρωσίας, κάτι που η Μόσχα θεωρεί απαράδεκτο.
Οι δηλώσεις του Ρώσου ηγέτη έρχονται σε μια κρίσιμη στιγμή, καθώς ο Πρόεδρος Τραμπ δήλωσε νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι είναι «κοντά» σε απόφαση για την αποστολή τέτοιων πυραύλων, μετά από αίτημα του Ουκρανού ομολόγου του Βολοντίμιρ Ζελένσκι τον Σεπτέμβριο. Παρά την προφανή διστακτικότητα του Τραμπ –που χαρακτήρισε τους πυραύλους «δύσκολους» για Ουκρανούς χωρίς αμερικανική βοήθεια–, η συζήτηση αυτή έχει πυροδοτήσει ανησυχίες για περαιτέρω εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο, ιδίως μετά από πρόσφατες αναφορές ότι οι ΗΠΑ παρέχουν πληροφορίες για ρωσικούς στόχους ενέργειας. Ρώσοι αξιωματούχοι, όπως ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, έχουν χαρακτηρίσει την προοπτική «σοβαρή κλιμάκωση» που δεν θα αλλάξει την ισορροπία στο πεδίο της μάχης, αλλά θα αυξήσει δραματικά τις εντάσεις.
Παράλληλα με τις στρατιωτικές απειλές, ο Πούτιν σχολίασε και τις φρέσκες δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, αποκαλώντας τες «απόπειρα πίεσης». «Κανένα αξιοπρεπές κράτος και κανένας αξιοπρεπής λαός δεν αποφασίζει τίποτα υπό πίεση», τόνισε, απορρίπτοντας τα μέτρα ως αναποτελεσματικά. Ωστόσο, η Δύση συνεχίζει την οικονομική πολιορκία: Χθες, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε το 19ο πακέτο κυρώσεων κατά της Μόσχας, το πιο αυστηρό μέχρι σήμερα, που στοχεύει καίρια τον ενεργειακό τομέα και την οικονομία του πολέμου.
Το πακέτο, που εγκρίθηκε ομόφωνα από τα κράτη-μέλη μετά από άρση βέτο της Σλοβακίας, εισάγει για πρώτη φορά πλήρη απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από το 2027, ενώ εντείνει τον έλεγχο στη «σκιώδη στόλο» πλοίων που παρακάμπτει τις κυρώσεις – φτάνοντας πλέον τα 557 καταχωρημένα πλοία. Περιλαμβάνει επίσης μέτρα κατά ρωσικών τραπεζών, κρυπτονομισμάτων, υποδομών και εταιρειών τρίτων χωρών, όπως κινεζικές εταιρείες διύλισης και τράπεζες από το Καζακστάν και τη Λευκορωσία, που διευκολύνουν το ρωσικό εμπόριο πετρελαίου. «Αυτά τα μέτρα στοχεύουν ζωτικά τμήματα της ρωσικής οικονομίας, όπως η ενέργεια και τα χρηματοοικονομικά, αποδυναμώνοντας περαιτέρω την ικανότητα του καθεστώτος να διεξάγει τον παράνομο πόλεμο», δήλωσε η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για Εξωτερική Πολιτική Κάγια Κάλλας, τονίζοντας ότι «είναι όλο και δυσκολότερο για τον Πούτιν να χρηματοδοτήσει αυτόν τον πόλεμο».
Σχεδόν ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ κλιμάκωσαν την πίεση με νέες κυρώσεις κατά των δύο μεγαλύτερων ρωσικών πετρελαϊκών κολοσσών, Rosneft και Lukoil, που μαζί παράγουν περίπου το 5% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και καλύπτουν το 47% των ρωσικών εξαγωγών. Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε αυστηρά μέτρα λόγω της «έλλειψης σοβαρής δέσμευσης της Ρωσίας σε διαδικασία ειρήνης», απαγορεύοντας συναλλαγές και απειλώντας δευτερογενείς κυρώσεις σε τράπεζες και αγοραστές σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, που εισάγουν το 60% του ρωσικού πετρελαίου. «Αυτές οι κυρώσεις υποβαθμίζουν την ικανότητα του Κρεμλίνου να συγκεντρώνει έσοδα για την πολεμική του μηχανή και να στηρίζει την εξασθενημένη οικονομία του», ανέφερε το αμερικανικό Υπουργείο, σημειώνοντας ότι οι εταιρείες αυτές χρηματοδοτούν άμεσα τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Οι εξελίξεις αυτές έρχονται εν μέσω αδιεξόδου στις διπλωματικές προσπάθειες του Τραμπ για κατάπαυση του πυρός, μετά από αποτυχημένη συνάντηση με τον Πούτιν τον Αύγουστο στο Αλάσκα. Οι κυρώσεις, που αγγίζουν το 25% του ρωσικού προϋπολογισμού από ενέργεια, αναμένεται να αυξήσουν τις τιμές πετρελαίου παγκοσμίως, αλλά αναλυτές εκτιμούν ότι θα πιέσουν σημαντικά τη Μόσχα, ιδίως με την Ινδία και την Κίνα να επανεξετάζουν συμφωνίες. Παρά τις απειλές του Πούτιν, η Δύση στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα: Η υποστήριξη στην Ουκρανία εντείνεται, και η πίεση για ειρήνη θα συνεχιστεί – με όρους που διασφαλίζουν την κυριαρχία του Κιέβου. Όπως δήλωσε ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσεντ, «λόγω της άρνησης του Πούτιν να τερματίσει αυτόν τον παράλογο πόλεμο».
