Σε μια εποχή όπου η πολιτική λογοδοσία συχνά γίνεται πεδίο πολιτικών μαχών, το Άρθρο 86 του Συντάγματος της Ελλάδας παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και “άθραυστα” διατάγματα. Ρυθμίζει την ποινική ευθύνη υπουργών και υφυπουργών για πράξεις που τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσφέροντας ένα πλαίσιο που –παρά τις προσπάθειες “αντιγραφής” (copy-paste) διατάξεων σε νομοσχέδια– δυσκολεύει ριζικές αλλαγές χωρίς συνταγματική αναθεώρηση. Το 2025, εν μέσω συζητήσεων για παραγραφές αδικημάτων και υποθέσεων όπως αυτή των Τεμπών, το άρθρο αυτό επιστρέφει στο προσκήνιο, υπενθυμίζοντας ότι η συνταγματική “ασυλία” δεν παρακάμπτεται εύκολα με απλές τροπολογίες.
Η ιστορική “προνομιακή” κληρονομιά
Το Άρθρο 86 δεν είναι καινοτομία της Μεταπολίτευσης. Οι ρίζες του χάνονται στα πρώτα συντάγματα του 19ου αιώνα, με στόχο την εξισορρόπηση της εκτελεστικής εξουσίας και της λογοδοσίας. Στο Σύνταγμα του 1844, η ευθύνη υπουργών ρυθμιζόταν ήδη με ειδικές διαδικασίες, ενώ κατά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου (ν.δ. 802/1971) εισήχθησαν προνομιακές παραγραφές, όπως η λήξη της δίωξης με την πρώτη σύνοδο της επόμενης βουλευτικής περιόδου –μια ρύθμιση που χαρακτηρίστηκε “αδιανόητη” από νομικούς. Με τη Μεταπολίτευση του 1974, το άρθρο ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα του 1975 ως εγγύηση σταθερότητας, αλλά και ως “δίχτυ ασφαλείας” για την κυβέρνηση, αποτρέποντας “πολιτικές διώξεις” από αντιπολίτευση.
Η αναθεώρηση του 2001 ενίσχυσε περαιτέρω το προνόμιο, εισάγοντας σύνθετες διαδικασίες δίωξης, ενώ το 2019 –υπό την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ– καταργήθηκε ο “νόμος περί ευθύνης υπουργών” (Ν. 3126/2003), εξισώνοντας εν μέρει τις προθεσμίες παραγραφής με αυτές των κοιών πολιτών. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο συνταγματολόγος Γεώργιος-Αναστάσιος Μαγκάκης, ο “χουντικός” πυρήνας παραμένει, με την παραγραφή να λειτουργεί ως “ασφαλίστρα” για υπουργικές πράξεις.
Τι προβλέπει ακριβώς το Άρθρο 86;
Το άρθρο, όπως ισχύει μετά την τελευταία αναθεώρηση, είναι σύντομο αλλά πυκνό:
1. Αποκλειστική αρμοδιότητα Βουλής: Μόνο η Βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά υπουργών και υφυπουργών για ποινικά αδικήματα κατά την άσκηση καθηκόντων, “όπως νόμος ορίζει”. Απαγορεύεται η θέσπιση “ιδιώνυμων” υπουργικών αδικημάτων, αποτρέποντας ειδικούς νόμους “προστασίας”.
2. Διαδικασία δίωξης: Απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία βουλευτών (50%+1) και αφορά κακουργήματα/πλημμελήματα. Η απόφαση είναι αμετάκλητη, χωρίς δικαστικό έλεγχο.
3. Ειδικό Δικαστήριο: Η δίκη γίνεται ενώπιον Ειδικού Δικαστηρίου (Πρόεδρος Αρείου Πάγου + αρεοπαγίτες), εξασφαλίζοντας ανεξαρτησία.
4. Μη παύση με παραίτηση: Η δίωξη συνεχίζεται ακόμα και μετά από παραίτηση.
Αυτή η ρύθμιση δημιουργεί ένα “προνομιακό καθεστώς” (παρ. 4 Συντάγματος), παρεκκλίνοντας από την ισότητα ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 Συντάγματος), αλλά δικαιολογείται ως προστασία από “κακόβουλες” διώξεις, επιτρέποντας στους υπουργούς να λαμβάνουν τολμηρές αποφάσεις χωρίς φόβο άμεσων μηνύσεων. Κριτικοί, όπως ο Νίκος Αλιβιζάτος, το χαρακτηρίζουν “ατυχές” και “ακαταδίωκτο”, λόγω πολυπλοκότητας που οδηγεί σε ατιμωρησία.
Το “copy-paste” που δεν πιάνει: Πρόσφατες προσπάθειες παραμερισμού
Το 2025, το άρθρο 86 γίνεται πεδίο μάχης με τροπολογίες που μοιάζουν με “copy-paste” από συνταγματικές διατάξεις, αλλά αποτυγχάνουν να τις παρακάμψουν. Στη Βουλή, βουλευτές του Κινήματος Δημοκρατίας επανακατέθεσαν τροπολογία “αυθεντικής ερμηνείας” για εξίσωση της αποσβεστικής προθεσμίας υπουργικών αδικημάτων με τις γενικές (μετά την αναθεώρηση 2019), αποτρέποντας παραγραφές για υποθέσεις όπως τα Τέμπη (2023). Η κυβέρνηση την απέρριψε σιωπηρά, επικαλούμενη την ανάγκη “ισορροπίας”, ενώ η αντιπολίτευση κατήγγειλε “προστασία” υπουργών.
Παράλληλα, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε έτοιμος για αναθεώρηση του άρθρου, ενόψει νέας συνταγματικής διεργασίας, παραπέμποντας σε “ποινική μεταχείριση υπουργών” –μια υπόσχεση που θυμίζει την επιτυχία του 2019, όπου κατήργησε τον παλιό νόμο. Ωστόσο, όπως δείχνει η περίπτωση Novartis (2020-2024), όπου η Βουλή απέρριψε διώξεις, η “ασυλία” επιβιώνει: Ακόμα και με ευρωπαϊκές πιέσεις από την Εισαγγελέα Κοβέσι, που επέκρινε το “ασφαλές καταφύγιο” για εγκλήματα, η συνταγματική θωράκιση παραμένει.
Οι τροπολογίες “copy-paste” –π.χ. αντιγραφή προθεσμιών από το άρθρο 86 σε νόμους– αποτυγχάνουν διότι, κατά νομικούς, υπερβαίνουν το δικονομικό προνόμιο, παραβιάζοντας την ισότητα (άρθρο 4 Σ.). Μια τέτοια ρύθμιση κρίνεται αντισυνταγματική αν οδηγεί σε “αμετάκλητη απαλλαγή”.
Συμπέρασμα: Μια “ζωντανή” διάταξη που απαιτεί μεταρρύθμιση
Το Άρθρο 86 ενσαρκώνει την ένταση μεταξύ προστασίας εξουσίας και δημοκρατικής λογοδοσίας. Παρά τις προσπάθειες “παραμερισμού” με απλές τροπολογίες –που μοιάζουν με copy-paste χωρίς ουσία–, η συνταγματική του φύση το καθιστά “άθραυστο” χωρίς πλειοψηφία 3/5 στη Βουλή. Το 2025, με φόντο τα Τέμπη και ευρωπαϊκές κατευθύνσεις κατά διαφθοράς, η συζήτηση για αναθεώρηση εντείνεται. Μόνο μια νέα αναθεώρηση μπορεί να “σπάσει” αυτή την ασυλία, φέρνοντας υπουργούς πιο κοντά στην κοινή λογοδοσία –χωρίς να θυσιάσει τη σταθερότητα της διακυβέρνησης.



