Σε μια κίνηση που πυροδοτεί νέες εντάσεις στην ήδη πολωμένη Ένωση, η Πολωνία και η Ουγγαρία, μαζί με τη Σλοβακία και την Τσεχία, ανακοίνωσαν ότι θα αμφισβητήσουν νομικά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το νέο σχέδιο κατανομής ασύλων ζητούντων βάσει ποσοστώσεων. Οι «σκληροί» της μετανάστευσης από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη απορρίπτουν κατηγορηματικά την υποδοχή πρόσθετων μεταναστών ή την καταβολή αποζημιώσεων, χαρακτηρίζοντας το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου ως «απαράδεκτο» και απειλητικό για την εθνική ασφάλεια. Η απόφαση έρχεται λίγο μετά την παρουσίαση του σχεδίου της Επιτροπής την Τρίτη, που στοχεύει να ανακουφίσει τις χώρες-πύλες εισόδου όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Κύπρος, οι οποίες αντιμετωπίζουν έντονη «μεταναστευτική πίεση» από διασώσεις στη θάλασσα και αφίξεις.
Το Σύμφωνο, που εγκρίθηκε τον Μάιο του 2024 παρά τις έντονες αντιδράσεις από αυτές τις χώρες, υποχρεώνει όλα τα κράτη-μέλη να συνεισφέρουν αναλογικά με τον πληθυσμό και το ΑΕΠ τους για την ελάφρυνση του φόρτου. Οι επιλογές είναι τρεις: υποδοχή συγκεκριμένου αριθμού ασύλων ζητούντων, καταβολή 20.000 ευρώ ανά άτομο που αρνούνται να δεχτούν, ή χρηματοδότηση επιχειρησιακής υποστήριξης σε χώρες υπό πίεση. Ο συνδυασμός τους επιτρέπεται, ενώ το ελάχιστο όριο ορίζεται σε 30.000 επαναπροωθήσεις ετησίως και 600 εκατομμύρια ευρώ σε οικονομικές συνεισφορές – ποσό που θα καθοριστεί πριν το τέλος του έτους από κοινή «πισίνα αλληλεγγύης», βασισμένη σε απόρρητη πρόταση της Επιτροπής.
Έντονες Αντιδράσεις από την «Συμμαχία των Τεσσάρων»
Η αντίδραση ήταν άμεση και οργισμένη. «Η Πολωνία δεν θα δεχτεί μετανάστες βάσει του Συμφώνου Μετανάστευσης. Ούτε θα πληρώσει γι’ αυτό», έγραψε στο X ο Πολωνός Πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ αμέσως μετά την παρουσίαση της έκθεσης της Επιτροπής, υπερθεματίζοντας την πίεση από τη συντηρητική αντιπολίτευση που βλέπει τη μετανάστευση ως «εκρηκτικό» ζήτημα. Ο Τουσκ, που η χώρα του φιλοξενεί ήδη εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανούς πρόσφυγες από το 2022, υποστηρίζει ότι η Πολωνία «προστατεύει τα σύνορά της» από μηχανισμούς όπως αυτόν, ενώ εκτιμάται ότι θα μπορούσε να εξαιρεθεί μερικώς λόγω της κρίσης στα σύνορα με τη Λευκορωσία.
Παρόμοια σκληρή στάση πήρε ο Ούγγρος Πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν: «Δεν θα εφαρμόσουμε το Σύμφωνο Μετανάστευσης. Δεν θα δεχτούμε μετανάστες και δεν θα δώσουμε ούτε ένα φόριντ γι’ αυτούς», δήλωσε, εν μέσω προεκλογικής καμπάνιας εν όψει των εκλογών του Απριλίου, όπου η μετανάστευση θα είναι κεντρικό θέμα και η «πολιτική μηδενικών μεταναστών» βασικός πυλώνας της προπαγάνδας του. Η Ουγγαρία, μαζί με τις άλλες τρεις χώρες του «Ομίλου του Βίσεγκραντ», έχει ήδη προσφύγει νομικά κατά του Συμφώνου, χαρακτηρίζοντάς το «απειλή για την ασφάλεια» και αρνούμενη κάθε μορφή συνεισφοράς.
Ο incoming Τσέχος Πρωθυπουργός Άντρεϊ Μπάμπις, παρόλο που δεν έχει ακόμη ορκιστεί, απέρριψε το σύστημα ποσοστώσεων για λόγους «εθνικής ασφάλειας», ενώ η Σλοβακία ακολουθεί την ίδια γραμμή, βλέποντας το Σύμφωνο ως «υποχρεωτική επιβολή» που παραβιάζει την εθνική κυριαρχία. Αναλυτές επισημαίνουν ότι αυτή η «συμμαχία» εκμεταλλεύεται εσωτερικές πολιτικές πιέσεις, με κυβερνήσεις όπως αυτή του Όρμπαν να χρησιμοποιούν τη μετανάστευση για να εδραιώσουν την εθνικιστική βάση τους.
Η Πίεση στις Χώρες-Πύλες και οι Ευρωπαϊκές Διαστάσεις
Η Επιτροπή χαρακτηρίζει χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Κύπρος ως «υπό μεταναστευτική πίεση», λόγω των χιλιάδων διασωθέντων στη Μεσόγειο και των αυξημένων αφίξσεων – παρά τη συνολική μείωση αιτήσεων ασύλου κατά 23% στο πρώτο εξάμηνο του 2025 σε σύγκριση με το 2024. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, χορηγήθηκαν 16.060 άδειες ασύλου στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, αντιπροσωπεύοντας το 24,4% του συνόλου της ΕΕ, ενώ η Γαλλία και η Γερμανία ακολουθούν. Το σχέδιο προβλέπει προτεραιότητα σε 12 χώρες «υπό κίνδυνο», συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας, για πρόσβαση σε εργαλεία υποστήριξης όπως χρηματοδότηση και τεχνική βοήθεια από ευρωπαϊκούς οργανισμούς.
Ωστόσο, διπλωμάτες προειδοποιούν ότι η επιβολή του Συμφώνου θα είναι δύσκολη, καθώς οι περισσότερες χώρες διστάζουν να ρισκάρουν εσωτερικές αντιδράσεις. Η Σουηδία, για παράδειγμα, προτιμά οικονομικές συνεισφορές λόγω της ιστορικής φιλοξενίας χιλιάδων ασύλων ζητούντων, ενώ η Δανία απολαμβάνει μακροχρόνια εξαίρεση από τις υποχρεώσεις. Αν εγκριθούν εξαιρέσεις για τις τέσσερις χώρες, οι υποχρεώσεις τους (όπως επαναπροωθήσεις ή χρηματοδοτήσεις) δεν θα μεταφερθούν σε άλλα κράτη, μειώνοντας την αλληλεγγύη προς τον Νότο και εντείνοντας τις διαιρέσεις.
Το Σύμφωνο, που τίθεται σε ισχύ τον Ιούνιο του 2026, βασίζεται σε αρχές «αλληλεγγύης, ευθύνης και σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα», αλλά κριτικάρεται από οργανώσεις όπως η Amnesty International για περιορισμούς στα δικαιώματα ασύλων ζητούντων. Η Επιτροπή μπορεί να λάβει «απαραίτητα μέτρα» κατά μη συμμορφούμενων κρατών, όπως νομικές ενέργειες, αλλά η πολιτική βούληση φαντάζει εύθραυστη.
Προς Ποια Κατεύθυνση; Η Αλληλεγγύη Δοκιμάζεται
Αυτή η σύγκρουση αναδεικνύει τις βαθιές ρωγμές στην ΕΕ: Ο Νότος ζητά κοινή ευθύνη για τις αφίξεις, ενώ η Ανατολή βλέπει το Σύμφωνο ως «υποχρεωτική εισαγωγή» που αγνοεί εθνικές προτεραιότητες, όπως η κρίση με τη Λευκορωσία ή η φιλοξενία Ουκρανών. Με την Ουγγαρία να αναλαμβάνει την προεδρία του Συμβουλίου τον Ιούλιο 2024 και την Πολωνία να ακολουθεί, η υλοποίηση φαντάζει ουτοπική, ενώ το προϋπολογισμό του 2025 πιέζουν ανταγωνιστικές δαπάνες.
Η πρόκληση είναι σαφής: Μπορεί η ΕΕ να επιβάλει αλληλεγγύη χωρίς να διασπάσει περαιτέρω; Ή η μετανάστευση θα παραμείνει το «αχίλλειο πέταλο» μιας Ένωσης που αγωνίζεται να βρει ισορροπία μεταξύ ανθρωπισμού και εθνικών συμφερόντων; Οι επόμενες εβδομάδες, με διαπραγματεύσεις για τις ποσοστώσεις, θα δείξουν αν η «ευρωπαϊκή ιδέα» αντέχει την πίεση.
